Αρχική σελίδα Αρχική σελίδα

CEFUR
cefuroxime

ΤΙΜΈς

CEFUR PD.I.SO.SU 750MG/VIAL BTX1 VIAL

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 0,95 €
Λιανεμποριο: 1,32 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

CEFUROXIME/KABI PD.INJ.SOL 750MG BTx1VIAL

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 0,95 €
Λιανεμποριο: 1,32 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

CEFUR PD.I.S.INF 1500MG/VIAL BTX1VIAL

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 1,64 €
Λιανεμποριο: 2,27 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

CEFUROPROL F.C.TAB 500MG /TAB BTx14 (FOILS 1x14)

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 3,64 €
Λιανεμποριο: 5,02 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

CEFUROXIME/KABI PD.INJ.SOL 750MG BTx10VIALS

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 5,66 €
Λιανεμποριο: 7,81 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

CEFUROXIME/KABI PD.INJ.SOL 1500MG BTx10VIALS

ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: 8,74 €
Λιανεμποριο: 12,05 €
Επιστράφηξης: 0,00 €

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΗ


CEFUR®

Κόνις για ενέσιμο διάλυμα 750 mg/VIAL & 1500 mg/VIAL


1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ


    1. Ονομασία CEFUR®


    2. Σύνθεση

      Δραστική ουσία: Cefuroxime sodium που αντιστοιχεί σε Cefuroxime 750 mg/VIAL ή 1500 mg/VIAL.

      Έκδοχα: Δεν υπάρχουν.


    3. Φαρμακοτεχνική μορφή

      Κόνις για ενέσιμο διάλυμα.


    4. Περιεκτικότητα σε δραστική ουσία

      Cefuroxime 750 mg/VIAL

      Cefuroxime 1500 mg/VIAL


    5. Περιγραφή-Συσκευασία

      Κουτί που περιέχει ένα άχρωμο διαυγές γυάλινο φιαλίδιο των 750 mg/VIAL ή 1500 mg/VIAL.


    6. Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία

Αντιβιοτικό της ομάδας των κεφαλοσπορινών.


  1. Υπεύθυνος κυκλοφορίας

    ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. - Οδός Τατοΐου, 146 71 Νέα Ερυθραία, Τηλ. 210 8009111-120


  2. Παρασκευαστής

ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. – Εργοστάσιο Δ΄, Πάτρα


2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ


    1. Γενικές πληροφορίες

      Η κεφουροξίμη είναι αντιβιοτικό που ανήκει στην ομάδα των ημισυνθετικών κεφαλοσπορινών 2ης γενεάς. Έχει μικροβιοκτόνο δράση έναντι μεγάλου αριθμού κοινών παθογόνων μικροβίων, συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών που παράγουν βήτα-λακταμάσες και συνεπώς είναι δραστική εναντίον πολλών στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη και την αμοξικιλλίνη. Η μικροβιοκτόνος δράση της κεφουροξίμης οφείλεται στην αναστολή σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος των μικροβίων δεσμεύοντας βασικές του πρωτεΐνες.


    2. Ενδείξεις

      Η κεφουροξίμη ενδείκνυται για τη θεραπεία των κατωτέρων λοιμώξεων όταν προκαλούνται από ευαίσθητα σε αυτή μικρόβια:

      α) Λοιμώξεις από αιμόφιλο της ινφλουένζας (όχι μηνιγγίτιδα) ανθεκτικό στην αμπικιλλίνη.

      β) Γονοκοκκικές λοιμώξεις από γονόκοκκο ανθεκτικό στην πενικιλλίνη.

      γ) Λοιμώξεις από μικροοργανισμούς νοσοκομειακής προέλευσης, ανθεκτικούς στην 1η γενεά των κεφαλοσπορινών (π.χ. κοκκοβακτηρίδια, κλεμπσιέλες, πρωτείς, εντεροβακτηρίδια, προβιντέντσια και κιτροβακτηρίδια).


      Οι ενδείξεις της περιλαμβάνουν:


      • Λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια βρογχίτιδα, βρογχεκτασίες επιπλεγμένες με λοίμωξη, μικροβιακή πνευμονία, πνευμονικό απόστημα και μετεγχειρητικές λοιμώξεις των πνευμόνων.

      • Λοιμώξεις ωτο-ρινο-λαρυγγολογικές όπως ιγμορίτιδα, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα και μέση ωτίτιδα.

      • Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια πυελονεφρίτιδα, κυστίτιδα και ασυμπτωματική βακτηριουρία.

      • Λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων όπως κυτταρίτιδα, ερυσίπελας και λοιμώξεις τραυμάτων.

      • Λοιμώξεις των οστών και αρθρώσεων όπως οστεομυελίτιδα και σηπτική αρθρίτιδα.

      • Λοιμώξεις μαιευτικές, γυναικολογικές και φλεγμονώδεις νόσοι της πυέλου.

      • Γονόρροια, ιδιαίτερα όταν δεν ενδείκνυται η πενικιλλίνη.

      • Διάφορες άλλες λοιμώξεις συμπεριλαμβανομένων της σηψαιμίας και της περιτονίτιδας.

      • Προφύλαξη σε επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα, στην πύελο, στην ορθοπεδική, καρδιοχειρουργική, θωρακοχειρουργική, χειρουργική του οισοφάγου και των αγγείων δηλαδή όπου υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες μικροβιακών επιπλοκών.


      Συνήθως, η κεφουροξίμη είναι δραστική μόνη της, μπορεί όμως να συνδυαστεί με αμινογλυκοσίδες ή μετρονιδαζόλη (από το στόμα ή σε υπόθετα ή ενέσιμη), ιδιαίτερα για την προφύλαξη σε χειρουργική επέμβαση του παχέος εντέρου ή σε γυναικολογική επέμβαση (βλέπε παρ. 2.4 Προφυλάξεις).


      Η διάρκεια της παρεντερικής θεραπείας προσδιορίζεται από τη σοβαρότητα της λοίμωξης και της κλινικής κατάστασης του ασθενή.


    3. Αντενδείξεις

      Υπερευαισθησία στις κεφαλοσπορίνες, ιστορικό αναφυλαξίας και αλλεργικού shock στην πενικιλλίνη.


    4. Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση

      1. Γενικά

        Πριν από την έναρξη της θεραπείας με κεφουροξίμη πρέπει να ληφθεί προσεκτικά ιστορικό προκειμένου να καθοριστεί εάν ο ασθενής έχει εμφανίσει κατά το παρελθόν αντιδράσεις υπερευαισθησίας στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες ή άλλα φάρμακα.


        Το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπερευαίσθητους στις πενικιλλίνες λόγω διασταυρούμενης υπερευαισθησίας που έχει παρατηρηθεί μεταξύ των β-λακταμικών αντιβιοτικών.

        Σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικής αντίδρασης από τη χορήγηση κεφουροξίμης η

        λήψη του φαρμάκου πρέπει να διακοπεί και μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αντιισταμινικών ή κορτικοστεροειδών.


        Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας υπερευαισθησίας μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αδρεναλίνης και η λήψη άλλων μέτρων επείγουσας αντιμετώπισης.


        Τα αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης και της κεφουροξίμης, πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε κάθε ασθενή ο οποίος έχει εμφανίσει κάποια μορφή αλλεργίας, ιδίως σε φάρμακα.


        Υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με ισχυρά διουρητικά όπως η φουροσεμίδη ή με αμινογλυκοσίδες, επειδή με αυτούς τους συνδυασμούς έχει αναφερθεί επίδραση στη νεφρική λειτουργία.


        Σ’ αυτούς τους ασθενείς, σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται (βλέπε παρ. 2.6 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).


        Εάν εμφανίσετε διάρροια η οποία επιμένει, επικοινωνήστε αμέσως με το γιατρό σας.


        Η πιθανότητα εμφάνισης ανθεκτικών μικροοργανισμών με αποτέλεσμα τον υπέρμετρο πολλαπλασιασμό τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως σε περιπτώσεις μακροχρόνιας χορήγησης αντιβιοτικών.


        Σημαντική είναι η προσεκτική παρακολούθηση του ασθενή. Εάν κατά τη διάρκεια της αγωγής εμφανιστεί αναμόλυνση από το ίδιο μικρόβιο, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.


        Όπως και με άλλα θεραπευτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της μηνιγγίτιδας, έχει αναφερθεί ήπια έως μέτρια απώλεια της ακοής σε λίγους παιδιατρικούς ασθενείς που έκαναν θεραπεία με θειϊκή κεφουροξίμη.


        Έχει επίσης παρατηρηθεί συνέχιση των θετικών καλλιεργειών εγκεφαλονωτιαίου υγρού από αιμόφιλο της ινφλουένζας για 18-36 ώρες με τη χρήση της ενέσιμης κεφουροξίμης, πράγμα που παρατηρείται και με άλλα αντιβιοτικά. Η κλινική συσχέτιση αυτής της παρατήρησης είναι άγνωστη.


        Όπως και με άλλα αντιβιοτικά η χρήση κεφουροξίμης μπορεί να προκαλέσει ανάπτυξη Candida. Η παρατεταμένη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει ανάπτυξη άλλων μη ευαίσθητων σε αυτή μικροοργανισμών (π.χ. Enterococci, Clostridium difficile), η οποία μπορεί να απαιτήσει διακοπή της θεραπείας.


      2. Ηλικιωμένοι

        Η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται.


      3. Κύηση

        Θα πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο.

      4. Γαλουχία

        Η κεφουροξίμη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή όταν η κεφουροξίμη χορηγείται στη μητέρα που θηλάζει.


      5. Παιδιά

        Βλέπε δοσολογία και χορήγηση.


      6. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών

        Καμία.


      7. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα

Δεν υπάρχουν έκδοχα.


    1. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες

      Αντίστοιχα με άλλα αντιβιοτικά η κεφουροξίμη μπορεί να επηρεάσει την εντερική χλωρίδα, με αποτέλεσμα τη μικρότερη επαναπορρόφηση οιστρογόνων και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των συνδυασμών αντισυλληπτικών από το στόμα.


      Η πιθανότητα νεφροτοξικότητας επιτείνεται με ταυτόχρονη χορήγηση με διουρητικά της αγκύλης, αμινογλυκοσίδες ή μετά από χορήγηση ακτινοσκιερών ουσιών. Η προβενεσίδη αυξάνει τα επίπεδα της κεφουροξίμης στο αίμα και παρατείνει το χρόνο ημίσειας ζωής.


      Η σύγχρονη χορήγηση τετρακυκλίνης και χλωραμφενικόλης πρέπει να αποφεύγεται.


      Η κεφουροξίμη μπορεί να προκαλέσει ψευδώς θετική αντίδραση στη δοκιμασία για γλυκοζουρία με τις μεθόδους αναγωγής του χαλκού (Benedict, Fehling, Clinitest) όχι όμως και με τις ενζυμικές δοκιμασίες για γλυκοζουρία (π.χ. Tes Tape).


      Επίσης η κεφουροξίμη προκαλεί ψευδώς αρνητική αντίδραση σε δοκιμασία με σιδηροκυανιούχο.


      Σε ασθενείς που παίρνουν κεφουροξίμη συνιστάται ο προσδιορισμός της γλυκόζης στο αίμα να γίνεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οξειδάση ή εξοκινάση.


      Η κεφουροξίμη δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό της κρεατινίνης με πικρικά αλκάλια.


    2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης

      Η συνήθης διάρκεια θεραπείας είναι 7 ημέρες (5-10 ημέρες).


      Συστάσεις γενικής δοσολογίας

      Χορηγείται ενδομυϊκώς, βραδέως ενδοφλεβίως ή σε έγχυση (ημίωρης διάρκειας).


      Ενήλικοι: Οι περισσότερες λοιμώξεις ανταποκρίνονται με 750 mg τρεις φορές την ημέρα ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια. Σε πολύ σοβαρές λοιμώξεις η δόση αυξάνεται σε 1,5 g τρεις φορές την ημέρα ενδοφλέβια. Επίσης αν χρειασθεί, χορηγείται ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια ανά 6 ώρες με σύνολο ημερήσιας δοσολογίας 3-6 g.


      Βρέφη και παιδιά: 30-100 mg/kg την ημέρα σε τρεις ή τέσσερις ημερήσιες δόσεις. Τα 60 mg/kg την ημέρα είναι η κατάλληλη δόση για τις περισσότερες λοιμώξεις. Η κεφουροξίμη δεν χορηγείται σε παιδιά μικρότερα των 3 μηνών.

      Γονόρροια

      Στη γονόρροια χορηγείται 1,5 g κεφουροξίμης ενδομυϊκά εφάπαξ, δηλαδή δύο ενέσεις των 750 mg από μία στο κάθε γλουτό.


      Προφύλαξη

      Η συνήθης δόση είναι 1,5 g ενδοφλέβια με την αναισθησία για επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα, στην πύελο και στην ορθοπεδική, τα οποία συμπληρώνονται με δύο δόσεις των 750 mg ενδομυϊκά, από μία δόση 8 και 16 ώρες αργότερα.


      Για επεμβάσεις στην καρδιά, στο θώρακα, στον οισοφάγο και στα αγγεία, 1,5 g ενδοφλέβια με την αναισθησία, τα οποία συμπληρώνονται με 750 mg ενδομυϊκά ανά 8ωρο για 24-48 ώρες. Σε αντικατάσταση της κατ’ ισχίον αρθρώσεως, 1,5 g σκόνης κεφουροξίμης ανακατεύεται με κάθε πακέτο πολυμερούς μεθυλο-μεθακρυλικού τσιμέντου, πριν προστεθεί το υγρό μονομερές.


      Νεφρική ανεπάρκεια

      Η κεφουροξίμη απεκκρίνεται από τα νεφρά. Γι’ αυτό όπως και με τα άλλα αντιβιοτικά αυτής της κατηγορίας συνιστάται η μείωση της δοσολογίας σε ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας, ώστε να αντισταθμίζεται η μειωμένη δυνατότητα απέκκρισης των νεφρών.


      Πάντως δεν είναι απαραίτητο να μειωθεί η δοσολογία παρά μόνο στη βαριά ανεπάρκεια ενηλίκων, όταν δηλαδή η κάθαρση κρεατινίνης πέσει κάτω από 20 ml/λεπτό. Αν η κάθαρση κρεατινίνης είναι 10-20 ml/λεπτό, χορηγούνται 750 mg δύο φορές την ημέρα.


      Όταν είναι κάτω των 10 ml/λεπτό, 750 mg μία φορά την ημέρα είναι αρκετά.

      Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση χορηγούνται 750 mg επιπλέον ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά μετά τη διύλιση.


      Σε συνδυασμό με την παρεντερική χορήγηση η κεφουροξίμη μπορεί να προστεθεί στο υγρό της περιτοναϊκής διύλισης (συνήθως 250 mg σε κάθε δύο λίτρα υγρού διύλισης). Στους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που βρίσκονται υπό συνεχή αρτηριοφλεβική αιμοδιύλιση ή αιμοκάθαρση υψηλής ροής σε μονάδες εντατικής θεραπείας, η κατάλληλη δόση είναι 750 mg δύο φορές την ημέρα.

      Για αιμοκάθαρση χαμηλής ροής εφαρμόζεται το δοσολογικό σχήμα που συνιστάται σε μειωμένη νεφρική λειτουργία.


      ΧΟΡΗΓΗΣΗ

      Ενδομυϊκά: Προστίθενται 3 ml ενέσιμου ύδατος στο CEFUR 750 mg/VIAL και ενίεται ως εναιώρημα.


      Ενδοφλέβια: Προστίθενται τουλάχιστον 6 ml ενέσιμου ύδατος στο CEFUR 750 mg/VIAL ή 15 ml ενέσιμου ύδατος στο CEFUR 1500 mg/VIAL και ενίεται μόνο ως διάλυμα.


      Ενδοφλέβια έγχυση: Προστίθενται 15 ml ενέσιμου ύδατος στο CEFUR 1500 mg/ VIAL. Προσθέστε το ανασυσταθέν διάλυμα σε 50 ή 100 ml συμβατού υγρού έγχυσης (βλ. παράγραφο 2.11 Συμβατότητα – Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του

      προϊόντος). Τα διαλύματα αυτά χορηγούνται κατευθείαν στη φλέβα ή προστίθενται στα κατά σταγόνα παρεντερικά διαλύματα.


    3. Υπερδοσολογία-Αντιμετώπιση

      Υπερβολική λήψη κεφαλοσπορινών μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στον εγκέφαλο με ενδεχόμενους σπασμούς. Η στάθμη ορού της κεφουροξίμης μπορεί να μειωθεί με αιμοδιύλιση ή με περιτοναϊκή διύλιση.

      Tηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων 210 7793777


    4. Ανεπιθύμητες ενέργειες

      Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πολύ σπάνιες (<1/10.000) και γενικά είναι ήπιες και παροδικές.


      Οι κατηγορίες συχνοτήτων για τις ανεπιθύμητες ενέργειες παρακάτω είναι κατά προσέγγιση καθώς για τις περισσότερες ενέργειες δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία για τον υπολογισμό της συχνότητας. Επιπλέον η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται µε την νατριούχο κεφουροξίμη μπορεί να ποικίλει ανάλογα µε την ένδειξη.


      Στοιχεία από κλινικές μελέτες χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογισθεί η συχνότητα των πολύ συχνών έως σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών. Οι συχνότητες όλων των άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών (δηλαδή αυτών που εμφανίζονται <1/1000) υπολογίσθηκαν κυρίως χρησιμοποιώντας στοιχεία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος και αναφέρονται σε συχνότητα αναφοράς παρά σε πραγματική συχνότητα.


      Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό της συχνότητας: πολύ συχνές 1/10,

      συχνές 1/100 και <1/10,

      όχι συχνές 1/1000 και <1/100, σπάνιες 1/10.000 και <1/1000, πολύ σπάνιες <1/10.000


      Λοιμώξεις και παρασιτώσεις

      Σπάνιες Υπερανάπτυξη Candida


      Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος Συχνές: Ουδετεροπενία, ηωσινοφιλία.

      Όχι συχνές: Λευκοπενία, μείωση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης, θετική δοκιμασία Coombs

      Σπάνιες: Θρομβοπενία Πολύ σπάνιες: Αιμολυτική αναιμία


      Η ομάδα των κεφαλοσπορινών έχει την τάση να προσροφάται στην επιφάνεια των μεμβρανών των ερυθρών αιμοσφαιρίων και να αντιδρά µε τα αντισώματα έναντι του φαρμάκου, ώστε να παράγεται θετική άμεσος αντίδραση Coombs ου μπορεί να επιδρά στη διασταύρωση του αίματος) και σπανίως να συνοδεύεται από αιμολυτική αναιμία.


      Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήµατος Αντιδράσεις υπερευαισθησίας που περιλαμβάνουν:

      Όχι συχνές: Δερματικό εξάνθημα, κνίδωση και κνησμός Σπάνιες: Φαρμακευτικός πυρετός

      Πολύ σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα, αναφυλαξία, λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα


      Βλέπε επίσης Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού και Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών.


      Αγγειακές διαταραχές

      Συχνές: Θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να ακολουθήσει μετά την ενδοφλέβια ένεση


      Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος Όχι συχνές: Γαστρεντερικές διαταραχές Πολύ σπάνιες: Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα


      Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων

      Συχνές: Παροδική αύξηση των ηπατικών ενζύμων Όχι συχνές: Παροδική αύξηση της χολερυθρίνης


      Παροδικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων στον ορό ή της χολερυθρίνης εμφανίζονται ιδιαίτερα σε ασθενείς µε προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, αλλά δεν υπάρχει ένδειξη κινδύνου για το ήπαρ.


      Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού

      Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, τοξική νεκρωτική επιδερμόλυση και σύνδρομο Stevens-Johnson

      Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών

      Πολύ σπάνιες: Αύξηση της κρεατινίνης του ορού, αύξηση του αζώτου της ουρίας του αίματος και μείωση της κάθαρσης κρεατινίνης (βλέπε προειδοποιήσεις και προφυλάξεις)

      Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.


      Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης

      Συχνές: Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης που μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο και θρομβοφλεβίτιδα


      Ο πόνος στο σημείο που γίνεται η ενδομυϊκή ένεση είναι πιο πιθανό να συμβεί µε τις υψηλές δόσεις. Ωστόσο είναι απίθανο να γίνει αιτία διακοπής της θεραπείας.


    5. Τί πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής σε περίπτωση που παραλείψει να πάρει κάποια δόση

      Εάν πρέπει να λαμβάνετε το φάρµακο συνεχώς και παραλείψετε µία δόση, θα πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν, εν τούτοις, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση µη λάβετε τη δόση που παραλείψατε, αλλά συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία.

      Μη διπλασιάζετε τις δόσεις.


    6. Τί πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής για την ημερομηνία λήξης του

      προϊόντος

      Αναγράφεται στην εξωτερική και εσωτερική συσκευασία.

      Σε περίπτωση που η ημερομηνία αυτή έχει παρέλθει µην το χρησιμοποιήσετε.


    7. Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος

      Φυλάσσεται μακριά από το φως σε θερμοκρασία ≤25ο C.

      Το εναιώρημα της κεφουροξίμης για ενδομυϊκή χορήγηση και το διάλυμα για την ενδοφλέβια διατηρούν την ισχύ τους επί 5 ώρες σε θερμοκρασία ≤ 25°C προφυλαγμένα από το φως ή 48 ώρες σε θερμοκρασία 2ο-8ο C. Αραιότερα διαλύματα π.χ. 1,5 g σε 50 ml ενέσιμου ύδατος, διατηρούν την ισχύ τους για 24 ώρες κάτω των 25°C και 72 ώρες στο ψυγείο. Η διατήρηση κάνει εντονότερη τη χρώση των διαλυμάτων και των εναιωρημάτων της κεφουροξίμης.


      ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ

      Διάλυμα 1,5 g κεφουροξίμης σε 15 ml ενέσιμου ύδατος μπορεί να προστεθεί σε 100 ml διαλύματος 500 mg μετρονιδαζόλης και παραμένει δραστικό μέχρι 24 ώρες κάτω των 25°C. 1,5 g κεφουροξίμη είναι συμβατή µε 1 g αζλοκιλλίνης σε 15 ml ή 5 g σε 50 ml για 24 ώρες στους 4°C ή για 6 ώρες κάτω των 25°C. Όταν η κεφουροξίμη (5mg/ml) αναμειγνύεται µε 5% ή 10% ενέσιμη ξυλιτόλη διατηρείται για 24 ώρες στους 25°C. Η κεφουροξίμη είναι συμβατή µε τα ενδοφλέβια διαλύματα, διατηρεί την ισχύ της για 24 ώρες στη θερμοκρασία δωματίου µε τα εξής διαλύματα: χλωριούχου νατρίου 0,9%, δεξτρόζης 5%, χλωριούχου νατρίου 0,18% και δεξτρόζης 4%, 5% δεξτρόζης και 0,9% χλωριούχου νατρίου, 5% δεξτρόζης και 0,45% χλωριούχου νατρίου, 5% δεξτρόζης και 0,225% χλωριούχου νατρίου, 10% δεξτρόζης, 10% ιμβερτοσάκχαρου σε ενέσιμο ύδωρ, διάλυμα Ringer, διάλυμα Ringer µε γαλακτικό νάτριο, Μ/6 γαλακτικού νατρίου και διάλυμα Hartmann. Η σταθερότητα της κεφουροξίμης στο φυσιολογικό ορό και στο διάλυμα 5% δεξτρόζης δεν επηρεάζεται από την παρουσία της μετά νατρίου φωσφορικής υδροκορτιζόνης. Στα άτομα όμως που γίνεται έγχυση διαλύματος διττανθρακικού νατρίου, η κεφουροξίμη μπορεί να προστεθεί στο σωλήνα της συσκευής. Η κεφουροξίμη είναι συμβατή µε υδατικά διαλύματα υδροχλωρικής λιγνοκαίνης 1 %. Η κεφουροξίμη είναι επίσης συμβατή για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου όταν αναμειγνύεται για ενδοφλέβια έγχυση µε ηπαρίνη (10 και 50 μονάδες/ml) σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου, χλωριούχο κάλιο (10 και 40 χιλιοστοϊσοδύναμα) σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου.


    8. Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών

22-10-2009


3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ



φάρμακο που λαμβάνετε ή χρειάζεσθε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό σας πρόβλημα μη διστάσετε να ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.


4. ΤΡΌΠΟΣ ΔΙΆΘΕΣΗΣ

Το φάρμακο αυτό χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.