Αρχική σελίδα Αρχική σελίδα

CARVILIA
carvedilol

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΗ



  1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ


    1. CARVILIA ®


      CARVEDILOL


      Δισκία 6.25 MG, 12.5 MG και 25 MG


    2. ΣΥΝΘΕΣΗ

      Δραστική Ουσία :CARVEDILOL


      Έκδοχα:

      LACTOSE MONOHYDRATE, CELLULOSE MICROCRYSTALLINE, CROSPOVIDONE (POLYPLASDONE XL), SILICA COLLOIDAL ANHYDROUS (AEROSIL 200), MAGNESIUM STEARATE,


      Τα δισκία των 6,25 MG περιέχουν YELLOW IRON OXIDE E 172,

      και τα δισκία των 12.5 MG περιέχουν YELLOW IRON OXIDE E 172 και RED IRON OXIDE E 172


    3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

      Δισκίο


    4. ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ

      CARVILIA 6,25 MG: Κάθε δισκίο περιέχει 6,25 MG CARVEDILOL. CARVILIA 12,5 MG: Κάθε δισκίο περιέχει 12,5 MG CARVEDILOL. CARVILIA 25 MG: Κάθε δισκίο περιέχει 25 MG CARVEDILOL.


    5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ- ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ


      Συσκευασία


      Κουτιά με 28 δισκία σε Blister από λευκό αδιαφανές PVC και Αλουμινόφυλλο (2BLISTERS των 14 δισκίων έκαστο) και μια οδηγία χρήσης.


    6. ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ


      Αγγειοδιασταλτικός, μη εκλεκτικός Β-Αναστολέας


    7. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


      LEOVAN Μ.ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ 54-ΑΘΗΝΑ ΤΚ 10431 ΕΛΛΑΔΑ

      ΤΗΛΕΦΩΝΟ: +30 210-5239216,210-9604909,210-9604334

      FAX: +30 210-9614945,210-9604334 E-MAIL: LEOVAN@OTENET.GR


      1.8 ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ


      JOINT STOCK COMPANY “GRINDEKS”

      53 KRUSTIPLS ST., RIGA LV-1057 LATVIA


  2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ


    1. Γενικές πληροφορίες


      To CARVILIA είναι ένας αγγειοδιασταλτικός, μη εκλεκτικός β-αναστολέας με αντιοξειδωτικές ιδιότητες.


    2. Ενδείξεις


      Ιδιοπαθής υπέρταση

      Η καρβεδιλόλη ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της ιδιοπαθούς υπέρτασης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνη ή σε συνδυασμό με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες, ειδικότερα με θειαζιδικά διουρητικά.


      Χρόνια σταθερή στηθάγχη

      Η καρβεδιλόλη ενδείκνυται ως προφυλακτική αγωγή της χρόνιας σταθερής στηθάγχης.


      Συμπληρωματική θεραπεία της ήπιας έως σοβαρής σταθερής χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας

      Η καρβεδιλόλη ενδείκνυται για τη θεραπεία όλων των ασθενών με ήπια έως σοβαρή, σταθερή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια ισχαιμικής ή μη ισχαιμικής αιτιολογίας σε συνδυασμό με τις συνήθεις αγωγές, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων ΜΕΑ και των διουρητικών με ή χωρίς δακτυλίτιδα. Σε αυτούς τους ασθενείς η προσθήκη καρβεδιλόλης μειώνει τη θνητότητα, τη νοσηρότητα (νοσηλεία καρδιαγγειακής αιτιολογίας) και καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου.


      Δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

      Σε ασθενείς με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας (κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) ≤ 40% ή δείκτης τοιχωματικής κινητικότητας ≤1,3) μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου σε συνδυασμό με αναστολείς ΜΕΑ και άλλες θεραπείες που συνιστώνται στην αντιμετώπιση ασθενών μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου.

    3. Αντενδείξεις


      Δεν θα πρέπει να πάρετε το CARVILIA αν πάσχετε από:

      • Υπερευαισθησία στην καρβεδιλόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.

      • Ασταθή/μη αντιρροπούμενη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια τάξης IV (κατά New York Heart Association NYHA), που απαιτεί ενδοφλέβια υποστηρικτική χορήγηση ινοτρόπων.

      • Κλινικά έκδηλη ηπατική ανεπάρκεια.


        Όπως ισχύει και για άλλους β-αναστολείς, η καρβεδιλόλη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με:

      • Δεύτερου και τρίτου βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό (εκτός επί μόνιμης ύπαρξης βηματοδότη).

      • Σοβαρή βραδυκαρδία (< 50 σφύξεις ανά λεπτό).

      • Καρόιογενή καταπληξία.

      • Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου (περιλαμβανομένου του φλεβοκομβοκολπικού αποκλεισμού).

      • Σοβαρή υπόταση (συστολική αρτηριακή πίεση < 85 mm Hg).

      • Ιστορικό βρογχόσπασμου ή βρογχικού άσθματος.


    4. Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση


      1. Γενικά

        • Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, μπορεί να παρατηρηθεί επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ή κατακράτηση υγρών κατά τη φάση της αύξησης της δόσης της καρβεδιλόλης. Αν παρατηρηθούν σχετικά συμπτώματα, η δόση των διουρητικών θα πρέπει να αυξηθεί, ενώ η δόση της καρβεδιλόλης δεν θα πρέπει να αυξηθεί περαιτέρω, μέχρι να αποκατασταθεί η κλινική ισορροπία. Ενίοτε, μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης της καρβεδιλόλης ή σε σπάνιες περιπτώσεις, ακόμη και προσωρινή διακοπή της, Ανάλογα επεισόδια δεν αποκλείουν τη μελλοντική χορήγηση της. Η καρβεδιλόλη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε συνδυασμό με καρδιακούς γλυκοσίδες, επειδή και οι δύο ουσίες επιβραδύνουν την κολποκοιλιακή αγωγιμότητα.

        • Κατά τη θεραπεία με CARVILIA σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και χαμηλή αρτηριακή πίεση (συστολική αρτηριακή πίεση < 100 mm Hg), ισχαιμική καρδιακή νόσο, διάχυτη αγγειοπάθεια και/ή υποκείμενη νεφρική ανεπάρκεια, έχει παρατηρηθεί αναστρέψιμη επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Έτσι, αν έχετε χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια με τους ανώτερους παράγοντες κινδύνου, η νεφρική σας λειτουργία θα παρακολουθείται από το γιατρό σας κατά τη φάση της αύξησης της δόσης του CARVILIA και η χορήγηση του φαρμάκου θα διακόπτεται ή θα μειώνεται η δοσολογία του, εφόσον υπάρξει επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.

          Σε ασθενείς που κατά τη διάρκεια της θεραπείας παρουσιάσουν σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια (τάξης IV κατά ΝΥΗΑ), πρέπει να επανεξεταστεί το θεραπευτικό σχήμα.

        • Πριν την έναρξη της θεραπείας της δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου με CARVILIA, ο ασθενής πρέπει να είναι κλινικά σταθερός και πρέπει να έχει λάβει έναν αναστολέα ΜΕΑ τουλάχιστον για το προηγούμενο 48ώρο και η δόση του

          αναστολέα ΜΕΑ πρέπει να έχει σταθεροποιηθεί τουλάχιστον για το προηγούμενο 24ωρο (βλ. παράγραφο 2.6 "Δοσολογία και τρόπος χορήγησης").


          Ακολουθούν μερικές γενικές προειδοποιήσεις που ισχύουν και για τους άλλους β-αναστολείς:

        • To CARVILIA θα πρέπει να χορηγηθεί με προσοχή στους πάσχοντες από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια με στοιχεία βρογχόσπασμου, που δεν λαμβάνουν φάρμακα από το στόμα ή εισπνεόμενα φάρμακα και μόνο εφόσον το δυνητικό όφελος υπερκαλύπτει τον ενδεχόμενο κίνδυνο. Σε ασθενείς με τάση για βρογχόσπασμο, μπορεί να παρατηρηθεί αναπνευστική δυσχέρεια, σαν αποτέλεσμα πιθανής αύξησης της αντίστασης των αεραγωγών. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούν στενά κατά την έναρξη της θεραπείας και κατά την αύξηση της δόσης της καρβεδιλόλης. ενώ η δόση του φάρμακου θα πρέπει να μειώνεται, αν παρατηρηθεί οποιαδήποτε ένδειξη βρογχόσπασμου.

        • Αν είστε διαβητικός απαιτείται προσοχή στη χορήγηση του CARVILIA λόγω πιθανής συγκάλυψης ή εξασθένησης των πρώιμων σημείων και συμπτωμάτων μίας οξείας υπογλυκαιμικής αντίδρασης. Σε διαβητικούς ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, η χρήση του CARVILIA μπορεί να προκαλέσει απορρύθμιση της γλυκόζης του αίματος. Για αυτό, κατά την έναρξη της θεραπείας και κατά την περίοδο αύξησης της δόσης του CARVILIA, ο γιατρός σας θα πρέπει να παρακολουθεί τακτικά τη γλυκόζη του αίματος σας και να προσαρμόζει ανάλογα την υπογλυκαιμική σας αγωγή.

        • To CARVILIA πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με περιφερική αγγειοπάθεια, καθώς οι β-αναστολείς μπορεί να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της αρτηριακής ανεπάρκειας.

        • Η χορήγηση της καρβεδιλόλης θα πρέπει να γίνεται με προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από περιφερικές κυκλοφορικές διαταραχές (π.χ. φαινόμενο Raynaud), διότι μπορεί να παρατηρηθεί επιδείνωση των συμπτωμάτων.

        • To CARVILIA, όπως και άλλοι παράγοντες με β-ανασταλτικές ιδιότητες, μπορεί να συγκαλύψει τα συμπτώματα της θυρεοτοξίκωσης.

        • Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γενική χειρουργική, λόγω των συνεργικών δράσεων του CARVILIA και των αναισθητικών φαρμάκων.

        • To CARVILIA μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία. Έτσι, αν η καρδιακή συχνότητα του ασθενούς μειωθεί σε λιγότερες από 55 σφύξεις το λεπτό, η δοσολογία του φαρμάκου θα πρέπει να μειωθεί.

        • Προσοχή απαιτείται στη χορήγηση του CARVILIA σε ασθενείς με ιστορικό σοβαρών αντιδράσεων υπερευαισθησίας καθώς επίσης και στους ασθενείς υπό θεραπεία απευαισθητοποίησης, επειδή οι β-αναστολείς μπορεί να αυξήσουν τόσο την ευαισθησία έναντι των αλλεργιογόνων, όσο και τη σοβαρότητα των αναφυλακτικών αντιδράσεων.

        • Ασθενείς με ιστορικό ψωρίασης που σχετίζεται με θεραπεία με β-αναστολείς, θα πρέπει να λαμβάνουν το CARVILIA μόνο μετά από αξιολόγηση του ενδεχόμενου κινδύνου προς το δυνητικό όφελος.

        • Σε ασθενείς υπό ταυτόχρονη θεραπεία με αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου του τύπου βεραπαμίλης ή διλτιαζέμης, ή με άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα, απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση του ΗΚΓ και της αρτηριακής πίεσης. Ταυτόχρονη ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να αποφεύγεται.

        • Σε ασθενείς με φαιοχρομοκύττωμα, θα πρέπει να χορηγείται κάποιος α-αναστολέας, πριν από τη χρήση οποιουδήποτε β-αναστολέα. Αν και η καρβεδιλόλη διαθέτει τόσο α- όσο και β-

          ανασταλτικές φαρμακολογικές δράσεις, δεν υπάρχει εντούτοις εμπειρία από τη χρήση της στις σχετικές περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, η καρβεδιλόλη δεν θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με υποψία φαιοχρωμοκυττώματος.

        • Οι μη εκλεκτικοί β-αναστολείς, μπορεί να προκαλέσουν θωρακικό άλγος σε ασθενείς με ασταθή στηθάγχη τύπου Prinzmetal. Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία από τη χορήγηση του CARVILIA στους ασθενείς αυτούς, αν και η α-ανασταλτική της δράση, είναι δυνατόν να προλαμβάνει την εμφάνιση τέτοιων συμπτωμάτων. Η καρβεδιλόλη δεν θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς για τους οποίους υπάρχει υποψία ασταθούς στηθάγχης τύπου Prinzmetal.

        • Αν φοράτε φακούς επαφής, είναι πιθανό να παρατηρήσετε μειωμένη παραγωγή δακρύων.

        • Η απότομη διακοπή του CARVILIA πρέπει να αποφεύγεται, ιδιαίτερα σε πάσχοντες από ισχαιμική καρδιοπάθεια. Στις σχετικές περιπτώσεις, η διακοπή του φαρμάκου θα πρέπει να γίνεται σταδιακά (εντός 2 εβδομάδων).


      2. Ηλικιωμένοι


        Βλέπε παράγραφο 2.6 Δοσολογία.


      3. Κύηση


        Αν είστε έγκυος ή αν νομίζετε ότι μπορεί να είστε, ενημερώστε σχετικά το γιατρό σας. Αν είστε έγκυος, δεν θα πρέπει να πάρετε το φάρμακο, εκτός αν ο γιατρός σας κρίνει ότι το αναμενόμενο όφελος υπερκαλύπτει τους πιθανούς κινδύνους από τη χρήση του.


      4. Γαλουχία


        Αν θηλάζετε το βρέφος σας, ενημερώστε το γιατρό σχετικά. Αν θηλάζετε το βρέφος σας, δεν θα πρέπει να πάρετε το φάρμακο, ή εάν παίρνετε το φάρμακο θα πρέπει να διακοπεί ο θηλασμός.


      5. Παιδιά και έφηβοι


        Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της καρβεδιλόλης σε ασθενείς νεότερους των 18 ετών δεν έχει τεκμηριωθεί.


      6. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων


        Αν αισθανθείτε ζάλη ή κούραση κατά το διάστημα που παίρνετε το φάρμακο, δεν θα πρέπει να οδηγείτε ή να χειρίζεστε μηχανήματα. Θα πρέπει να προσέχετε ιδιαίτερα όταν αρχίζετε να παίρνετε το φάρμακο ή όταν αλλάζετε τη δόση του, καθώς και όταν καταναλώνετε οινοπνευματώδη.


      7. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα


        Δεν πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο εάν γνωρίζετε ότι είσθε αλλεργικοί σε οποιοδήποτε από τα

        συστατικά του.

        Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν θα πρέπει να λαμβάνουν το φάρμακο. Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει σουκρόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκειας sucrose-isomaltase, δεν θα πρέπει να λαμβάνουν το φάρμακο.


        2.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες


        Πριν πάρετε το φάρμακο, θα πρέπει να έχετε ενημερώσει το γιατρό σας για κάθε άλλο φάρμακο που τυχόν παίρνετε ή παίρνατε μέχρι πρόσφατα.


        To CARVILIA μπορεί να επηρεάσει τη δράση ορισμένων άλλων φαρμάκων.

        Συνιστάται στενότερη παρακολούθηση των επιπέδων της διγοξίνης κατά την έναρξη, ρύθμιση ή τη διακοπή χορήγησης του CARVILIA (βλ. παράγραφο 2.4.1 "Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Γενικά").


        Η ταυτόχρονη από του στόματος χορήγηση κυκλοσπορίνης και καρβεδιλόλης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντωσης κυκλοσπορίνης στον ορό του αίματος. Επομένως, συνιστάται μετά

        την έναρξη χορήγησης της καρβεδιλόλης να παρακολουθούμαι στενά οι συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης και να προσαρμόζονται κατάλληλα οι δόσεις της. Σε περίπτωση ενδοφλέβιας χορήγησης κυκλοσπορίνης, δεν αναμένεται καμία αλληλεπίδραση με την καρβεδιλόλη.

        Η χορήγηση ριφαμπικίνης ταυτόχρονα με καρβεδιλόλη, μειώνει την εντερική απορρόφηση της καρβεδιλόλης και την αντιυπερτασική της δράση.

        Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η συγχορήγηση της αμιοδαρόνης είναι πιθανό να προκαλέσει ενίσχυση του β-αποκλεισμού. Η δράση της ινσουλίνης και των από του στόματος υπογλυκαιμικών φαρμάκων, μπορεί να ενισχυθεί από παράγοντες με β-ανασταλτικές ιδιότητες. Τα σημεία της υπογλυκαιμίας δυνατόν να συγκαλυφθούν ή να εξασθενήσουν (ειδικότερα η ταχυκαρδία). Γι' αυτό και στις σχετικές περιπτώσεις συνιστάται τακτική παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος (βλ. παράγραφο

        2.4.1 "Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Γενικά").


        Οι ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως παράγοντες με β-ανασταλτικές ιδιότητες και κάποιο φαρμακευτικό προϊόν που μπορεί να μειώσει τις κατεχολαμίνες (π.χ. ρεσερπίνη και αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης) θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία υπότασης και/ή σοβαρής βραδυκαρδίας.


        Η ταυτόχρονη από του στόματος χορήγηση CARVILIA και αποκλειστών των διαύλων ασβεστίου τύπου διλτιαζέμης αμιoδαρόνης ή βεραπαμίλης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο διαταραχών της κολποκοιλιακής αγωγιμότητας. Απαιτείται στενή παρακολούθηση όταν η καρβεδιλόλη χορηγείται ταυτόχρονα με αντιαρρυθμικά της ομάδας I ή με αμιοδαρόνη (από το στόμα). Έχουν αναφερθεί βραδυκαρδία, καρδιακή ανακοπή και κοιλιακή μαρμαρυγή λίγο μετά την έναρξη θεραπείας με β-αποκλειστές σε ασθενείς που λαμβάνουν αμιοδαρόνη. Σε περίπτωση ταυτόχρονης ενδοφλέβιας αγωγής με αντιαρρυθμικά της ομάδας

        la ή Ic, υπάρχει κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας, (βλέπε παράγραφο 2.4).


        Η ταυτόχρονη χορήγηση κλονιδίνης με παράγοντες που διαθέτουν β-ανασταλτικές ιδιότητες μπορεί να ενισχύσει την υποτασική και βραδυκαρδιακή δράση. Όταν η τυχόν ταυτόχρονη χορήγηση παραγόντων με β-ανασταλτικές ιδιότητες και κλονιδίνης πρόκειται να διακοπεί, ο παράγων με τις β-ανασταλτικές ιδιότητες θα πρέπει να διακόπτεται πρώτος, αρκετές ημέρες πριν από τη σταδιακή μείωση της δόσης της κλονιδίνης.


        Όπως και με τους άλλους β-αναστολείς, η ταυτόχρονη χορήγηση CARVILIA με αντιυπερτασικά φάρμακα (π.χ. ανταγωνιστές των α1-υποδοχέων) ή φάρμακα που προκαλούν υπόταση ως ανεπιθύμητη ενέργεια, μπορεί να ενισχύσει τη δράση τους.


        Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των ζωτικών σημείων κατά τη διάρκεια της αναισθησίας, λόγω της συνεργικής αρνητικής ινότροπης και υποτασικής δράσης της καρβεδιλόλης και των αναισθητικών (βλ. παράγραφο 2.4.1 "Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Γενικά").

        Η ταυτόχρονη χρήση των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) και των βήτα- αδρενεργικών αποκλειστών ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης και μικρότερο έλεγχο αυτής.


        Οι μη καρδιοεκλεκτικοί βήτα αποκλειστές ανταγωνίζονται τις βρογχοδιασταλτικές επιδράσεις των βρογχοδιασταλτικών βήτα αγωνιστών, επομένως συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών (βλ. παράγραφο 2.4.1 "Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση - Γενικά").

        Επιπλέον, άλλα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τη δράση του CARVILIA. Αν αλλάξετε τη δόση οποιουδήποτε άλλου φαρμάκου που τυχόν παίρνετε, ενημερώστε σχετικά το γιατρό σας. Ενημερώστε το φαρμακοποιό σας σχετικά με τη λήψη του CARVILIA, πριν αγοράσετε κάποιο άλλο φάρμακο που πρόκειται να χρησιμοποιήσετε ο ίδιος.


        2.6 Δοσολογία


        Διάρκεια θεραπείας

        Η αγωγή με την καρβεδιλόλη είναι μακροχρόνια. Η απότομη διακοπή της καρβεδιλόλης θα πρέπει να αποφεύγεται. Η δόση της καρβεδιλόλης θα πρέπει κατά προτίμηση να ελαττώνεται ανά εβδομαδιαία διαστήματα. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ασθενείς με ταυτόχρονη στεφανιαία νόσο.

        Τρόπος χορήγησης

        Τα δισκία θα πρέπει να καταπίνονται με επαρκή ποσότητα υγρού. Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η καρβεδιλόλη πρέπει να λαμβάνεται μαζί με την τροφή, με σκοπό τη μείωση του ρυθμού απορρόφησης της και την ελάττωση της επίπτωσης των ορθοστατικών φαινομένων.

        Σε ασθενείς με υπέρταση ή χρόνια σταθερή στηθάγχη κρίνεται σκόπιμο να χορηγείται επίσης μαζί με τροφή.


        Ιδιοπαθής υπέρταση

        Συνιστάται η εφάπας ημερήσια δόση. Ενήλικες

        Η συνιστώμενη δόση για την έναρξη της θεραπείας ανέρχεται σε 12,5 mg μία φορά την ημέρα, για τις δύο πρώτες ημέρες. Κατόπιν, η συνιστώμενη δόση ανέρχεται σε 25 mg μία φορά την ημέρα. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, η δόση μπορεί εν συνεχεία να αυξηθεί ανά διαστήματα δύο τουλάχιστον εβδομάδων, μέχρι τη μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση των 50 mg, χορηγούμενη είτε άπαξ ημερησίως είτε σε δύο λήψεις την ημέρα.


        Ηλικιωμένοι

        Η συνιστώμενη δόση για την έναρξη της θεραπείας ανέρχεται σε 12,5 mg μια φορά την ημέρα, που παρέχει ικανοποιητικό έλεγχο σε ορισμένους ασθενείς. Αν η ανταπόκριση κριθεί ανεπαρκής η δόση μπορεί να εξατομικευτεί ανά διαστήματα δύο τουλάχιστον εβδομάδων, μέχρι τη μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση.


        Χρόνια σταθερή στηθάγχη

        Η συνιστώμενη δόση για την έναρξη της θεραπείας ανέρχεται σε 12,5 mg δύο φορές την ημέρα. Στη συνέχεια αν η συμπτωματολογία δεν βελτιώνεται, η δόση μπορεί να αυξηθεί μετά μια εβδομάδα μέχρι τη μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση των 50 mg, χορηγούμενη είτε άπαξ ημερησίως είτε σε δύο λήψεις την ημέρα, των 25 mg εκάστη.


        Στους ηλικιωμένους ασθενείς συνιστάται η χορήγηση της ημερήσιας δόσης σε δύο λήψεις.


        Συμπληρωματική θεραπεία χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας

        Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται και ο ασθενής να παρακολουθείται στενά από τον ιατρό κατά τη διάρκεια της τιτλοποίησης της δόσης.


        Σε ασθενείς που λαμβάνουν δακτυλίτιδα, διουρητικά και αναστολείς του ΜΕΑ, η δοσολογία των φαρμάκων αυτών πρέπει, πριν από την έναρξη της θεραπείας με καρβεδιλόλη, πρέπει να έχει σταθεροποιηθεί. Η κατάσταση του ασθενή πρέπει να είναι σταθερή για τουλάχιστον 4 εβδομάδες πριν από την έναρξη της λήψης καρβεδιλόλης.


        Η συνιστώμενη δόση για την έναρξη της θεραπείας είναι 3,125 mg δύο φορές την ημέρα, για δύο εβδομάδες. Εφόσον η δόση αυτή γίνει καλά ανεκτή (καρδιακή συχνότητα > 50 σφύξεις ανά λεπτό, συστολική αρτηριακή πίεση > 85mmHg και απουσία κλινικών σημείων ανεπάρκειας), η δοσολογία θα πρέπει να αυξηθεί ανά διαστήματα όχι μικρότερα των δύο εβδομάδων, σε 6,25 mg δύο φορές την ημέρα, ακολουθώς σε 12,5 mg δύο φορές την ημέρα και στη συνέχεια σε 25 mg δύο φορές την ημέρα. Η δοσολογία θα πρέπει να αυξηθεί στο ανώτατο εκείνο επίπεδο, που γίνεται ανεκτό από τον ασθενή, Η μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση, είναι 25 mg δύο φορές την ημέρα, για όλους τους ασθενείς με σοβαρή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και για ασθενείς με ήπια ή μέτρια χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, βάρους μικρότερου των 85 kg. Σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και βάρος μεγαλύτερο-των 85 kg, η μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία είναι 50 mg δύο φορές την ημέρα. Πριν από κάθε αύξηση της δοσολογίας, ο ασθενής πρέπει να αξιολογείται από τον ιατρό του για ενδεχόμενα συμπτώματα επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας ή αγγειοδιαστολής. Η παροδική επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ή η κατακράτηση υγρών, πρέπει να αντιμετωπίζονται με αύξηση της δόσης των διουρητικών. Ενίοτε πάντως, μπορεί να καταστεί απαραίτητη η μείωση της δόσης ή η προσωρινή διακοπή της καρβεδιλόλης. Αν η θεραπεία με καρβεδιλόλη διακοπεί για περισσότερο από μία εβδομάδα, η επανέναρξη της γίνεται με χαμηλότερο δοσολογικό σχήμα δύο φορές την ημέρα και η

        αύξηση της δόσης ακολουθεί τις προηγούμενες συστάσεις. Αν η θεραπεία με καρβεδιλόλη διακοπεί για περισσότερες από δύο εβδομάδες, η επανέναρξη της γίνεται με 3,125 mg και η αύξηση της δόσης ακολουθεί τις προηγούμενες δοσολογικές συστάσεις.

        Τα συμπτώματα της αγγειοδιαστολής μπορεί να αντιμετωπιστούν αρχικά με μείωση της δόσης των διουρητικών. Εφόσον τα συμπτώματα επιμένουν, μπορεί να μειωθεί η δόση του τυχόν συγχορηγούμενού αναστολέα του ΜΕΑ και ακολούθως, αν είναι απαραίτητο, να μειωθεί και η δόση της καρβεδιλόλης.

        Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η δόση της καρβεδιλόλης δεν θα πρέπει να αυξηθεί, παρά μόνον όταν σταθεροποιηθούν τα συμπτώματα από την επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ή την αγγειοδιαστολή.


        Δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας ως επακόλουθο οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου.

        Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται και ο ασθενής να παρακολουθείται στενά από τον ιατρό κατά τη διάρκεια της τιτλοποίησης της δόσης.


        Η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει είτε ο ασθενείς βρίσκεται στο νοσοκομείο είτε όχι, όταν ο ασθενής είναι αιμοδυναμικά σταθερός και η κατακράτηση υγρών έχει ελαχιστοποιηθεί.

        Πριν την έναρξη της θεραπείας με καρβεδιλόλη: οι αιμοδυναμικά σταθεροί ασθενείς πρέπει να έχουν λάβει έναν αναστολέα ΜΕΑ για τουλάχιστον 48 ώρες, χορηγούμενο σε σταθερή δόση τουλάχιστον το προηγούμενο 24ωρο. Η θεραπεία με καρβεδιλόλη μπορεί να ξεκινήσει μεταξύ της 3* και της 21* ημέρας μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου.


        Χορήγηση πρωτιάς δόσης καρβεδιλόλης: η συνιστώμενη αρχική δόση είναι 6,25 mg. Οι ασθενείς θα πρέπει να βρίσκονται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση για τουλάχιστον 3 ώρες μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης (βλέπε παράγραφο 2.4.1 "Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση").


        Επόμενες δόσεις καρβεδιλόλης: Εάν η πρώτη δόση γίνει καλά ανεκτή από τον ασθενή (π.χ. καρδιακός παλμός > 50 παλμοί/λεπτό, συστολική αρτηριακή πίεση > 80 mmHg και απουσία κλινικών συμπτωμάτων μη ανοχής), η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 6,25mg δύο φορές ημερησίως και να διατηρηθεί για 3 έως 10 ημέρες.


        Εάν ο ασθενής παρουσιάσει σημεία μη ανοχής κατά το διάστημα αυτό, ιδιαίτερα βραδυκαρδία < 50 παλμοί/λεπτό, συστολική αρτηριακή πίεση < 80 mmHg ή κατακράτηση υγρών, η δόση πρέπει να μειωθεί σε 3,125 mg δύο φορές την ημέρα. Εάν η δόση αυτή δεν γίνει ανεκτή, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.

        Εάν η δόση γίνεται καλά ανεκτή, πρέπει να αυξηθεί εκ νέου σε 6,25 mg δύο φορές ημερησίως μετά από 3 έως 10 ημέρες.


        Επακόλουθη αύξηση της δόσης: Εάν η δόση των 6,25 mg δύο φορές ημερησίως είναι καλά ανεκτή, η δόση θα πρέπει να αυξάνεται σε διαστήματα από 3 έως 10 ημέρες έως τα 12,5 mg δύο φορές ημερησίως και κατόπιν σε 25 mg δύο φορές ημερησίως. Η δόση συντήρησης είναι η μέγιστη δόση που είναι ανεκτή από τον ασθενή. Η μέγιστη συνιστώμενη δόση είναι 25 mg δύο φορές ημερησίως, ανεξαρτήτως του βάρους του ασθενή.

        Ειδικές δασολογικές συστάσεις Νεφρική δυσλειτουργία

        Τα διαθέσιμα φαρμακοκινητικά δεδομένα σε ασθενείς με διάφορους βαθμούς νεφρικής δυσλειτουργίας

        (συμπεριλαμβανομένης της νεφρικής ανεπάρκειας) δεν υποδεικνύουν την αναγκαιότητα τροποποίησης της δοσολογίας της καρβεδιλόλης σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.


        Ηπατική δυσλειτουργία

        Η καρβεδυλόλη αντενδείκνυται σε ασθενείς με κλινικά έκδηλη ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο

        2.3 Αντενδείξεις).


        Παιδιά και έφηβοι

        Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της καρβεδιλολης σε ασθενείς νεότερους των 18 ετών, δεν έχει τεκμηριωθεί.


        Σημαντική σημείωση - παρακαλούμε διαβάστε προσεκτικά:

        Ακολουθήστε προσεκτικά τις οδηγίες του γιατρού σας, σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο που πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο. Ο γιατρός σας είναι εκείνος που θα αποφασίσει πόσα δισκία θα πρέπει να παίρνετε καθημερινά και για πόσο καιρό. Παρακαλούμε διαβάστε τις οδηγίες προσεκτικά. Αν έχετε απορίες σχετικά με το φάρμακο και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να το παίρνετε, παρακαλούμε ροιτήστε σχετικά το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.

        Θα πρέπει να καταπίνετε το φάρμακο σας με νερό. Θα πρέπει να παίρνετε τα δισκία την ίδια ώρα κάθε μέρα. Συνεχίστε να παίρνετε το φάρμακο σας για όσο καιρό σας. έχει πει ο γιατρός σας. Μπορεί ο γιατρός σας να κρίνει σκόπιμη την αύξηση ή την ελάττωση της δόσης του φαρμάκου. Συνεχίστε να ακολουθείτε τις οδηγίες του γιατρού σας.


          1. Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση


            Εάν ληφθεί υπερβολική δόση επικοινωνήστε αμέσως με το γιατρό σας ή το Κέντρο Δηλητηριάσεων, τηλ. 210 77 93 777, Αθήνα. Δείξτε στο γιατρό το κουτί με τα δισκία CARVILIA.


            Συμπτώματα και σημεία δηλητηρίασης

            Σε περίπτωση υπερδοσολογίας μπορεί να παρατηρηθεί σοβαρή υπόταση, βραδυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιογενή καταπληξία (σοκ) και καρδιακή ανακοπή. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν αναπνευστικά προβλήματα, βρογχόσπασμος, έμετος, διαταραχή της συνείδησης και γενικευμένοι σπασμοί.


            Αντιμετώπιση της δηλητηρίασης

            Εκτός από τη λήψη των γενικών μέτρων αντιμετώπισης θα πρέπει να παρακολουθούνται και να διορθώνονται οι ζωτικές παράμετροι, εν ανάγκη, σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ακόλουθα υποστηρικτικά μέτρα: Οι ασθενείς θα πρέπει να τοποθετούνται σε ύπτια θέση.

            Ατροπίνη: 0,5 έως 2 mg ενδοφλεβίως (για την αντιμετώπιση της εκσεσημασμένης βραδυκαρδίας). Γλυκογόνο: αρχικά I έως 10 mg ενδοφλεβίως και ακολούθως 2 έως 5 mg/ώρα με έγχυση διαρκείας (για την υποστήριξη της καρδιαγγειακής λειτουργίας).

            Συμπαθομιμητικά, ανάλογα με το βάρος σώματος και την επιθυμητή δράση τους: δοβουταμίνη, ισοπρεναλίνη, ορσιπρεναλίνη ή αδρεναλίνη. Αν απαιτείται θετική ινότροπη δράση, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης αναστολέων φωσφοδιεστεράσης.


            Αν στην εικόνα της δηλητηρίασης κυριαρχεί η περιφερική αγγειοδιαστολή, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί νορεπινεφρίνη ή νοραδρεναλίνη, με συνεχή παρακολούθηση της κατάστασης του κυκλοφορικού.

            Σε περίπτωση βραδυκαρδίας ανθεκτικής στη φαρμακευτική αγωγή, θα πρέπει να τεθεί βηματοδότης.

            Αντιμετώπιση βρογχόσπασμον

            Σε περίπτωση βρογχόσπασμου, θα πρέπει να χορηγούνται β-συμπαθομιμητικά (σε μορφή αερολύματος ή ενδοφλεβίως) ή αμινοφυλλίνη ενδοφλεβίως.

            Αντιμετώπιση σπασμών

            Επί εμφάνισης σπασμών, συνιστάται η χορήγηση βραδείας ενδοφλέβιας ένεσης διαζεπάμης ή κλοναζεπάμης.

            Σημαντική σημείωση:

            Σε περίπτωση βαριάς δηλητηρίασης με συμπτώματα καταπληξίας (σοκ), η υποστηρικτική αγωγή θα πρέπει να συνεχίζεται για αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, αφού ενδεχομένως αναμένεται παρατεταμένος χρόνος ημιπεριόδου απομάκρυνσης και ανακατανομής της καρβεδιλόλης από τα βαθύτερα διαμερίσματα του οργανισμού. Η διάρκεια της υποστηρικτικής θεραπείας ή της θεραπείας με αντίδοτα εξαρτάται από τη βαρύτητα της υπερδοσολογίας. Έτσι, τα υποστηρικτικά μέτρα θα πρέπει να συνεχίζονται, μέχρις ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση του ασθενή.


          2. Ανεπιθύμητες ενέργειες


            Συχνότητα Ανεπιθύμητων Ενεργειών (ΑΕ)

            Οι ΑΕς που παρατηρούνται σε ποσοστό > 10% χαρακτηρίζονται ως πολύ συχνές.

            Οι ΑΕς που παρατηρούνται σε ποσοστό >1% και <10% χαρακτηρίζονται ως συχνές,

            Οι ΑΕς που παρατηρούνται σε ποσοστό >0,1% και <1% χαρακτηρίζονται ως όχι συχνές. Οι ΑΕς που παρατηρούνται σε ποσοστό >0,01 % και 0,1 % χαρακτηρίζονται ως σπάνιες. Οι ΑΕς που παρατηρούνται σε ποσοστό <0,01% χαρακτηρίζονται ως πολύ σπάνιες συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων περιπτώσεων.


            Η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών δεν είναι δοσοεξαρτώμενη, με εξαίρεση τη ζάλη, τις ανωμαλίες της όρασης και τη βραδυκαρδία.


            Λοιμώξεις και παρασιτώσεις

            Συχνές: Βρογχίτιδα, πνευμονία, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, λοιμώξεις του ουροποιητικού


            Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος

            Συχνές: Αναιμία Σπάνιες: θρομβοπενία

            Πολύ σπάνιες: λευκοπενία


            Διαταραχές τον ανοσοποιητικού

            Πολύ σπάνιες: υπερευαισθησία (αλλεργικές αντιδράσεις)


            Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης

            Συχνές: αύξηση βάρους, υπερχοληστερολαιμία, επιδείνωση της ρύθμισης της γλυκόζης του αίματος (υπεργλυκαιμία, υπογλυκαιμία) στους ασθενείς με προϋπάρχοντα διαβήτη


            Ψυχιατρικές διαταραχές

            Συχνές: Κατάθλιψη, καταθλιπτική διάθεση Όχι συχνές: διαταραχές ύπνου


            Διαταραχές του νευρικού συστήματος

            Πολύ Συχνές: ζάλη, κεφαλαλγία

            Όχι συχνές: προσυγκοπτικό επεισόδιο, συγκοπή, παραισθησία.


            Διαταραχές του οφθαλμού

            Συχνές: διαταραχές της όρασης, μειωμένη δακρύρροια (ξηροφθαλμία), ερεθισμός του οφθαλμού

            Καρδιακές διαταραχές

            Πολύ συχνές: καρδιακή ανεπάρκεια

            Συχνές: βραδυκαρδία, οίδημα, υπερογκαιμία και υπερφόρτωση υγρών Όχι συχνές: κολποκοιλιακός αποκλεισμός, στηθάγχη


            Αγγειακές διαταραχές

            Πολύ συχνές: υπόταση

            Συχνές: ορθοστατική υπόταση, διαταραχές της περιφερικής κυκλοφορίας (ψυχρά άκρα, περιφερική αγγειοπάθεια, επίταση των συμπτωμάτων σε πάσχοντες από διαλείπουσα χωλότητα και φαινόμενο Raynaud).


            Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου Συχνές: Δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, άσθμα σε ασθενείς με προδιάθεση Σπάνιες: ρινική συμφόρηση


            Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος

            Συχνές: ναυτία, διάρροια, εμετός, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος


            Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων

            Πολύ σπάνιες: αύξηση των τρανσαμινασών του ορού (ALAT, ASAT και γ-GT)


            Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού

            Όχι συχνές: δερματικές αντιδράσεις (π.χ. αλλεργικό εξάνθημα, δερματίτιδα, κνίδωση, κνησμός, δερματικές βλάβες ομοιάζουσες με ψωρίαση και ομαλό λειχήνα), αλωπεκία


            Διαταραχές του μυοσκελετικού και συνδετικού ιστού

            Συχνές: άλγη στα άκρα


            Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών

            Συχνές: νεφρική ανεπάρκεια και διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με διάχυτη αγγειοπάθεια και/ή νεφρική δυσλειτουργία, διαταραχές ούρησης

            Πολύ σπάνιες: ακράτεια ούρων σε γυναίκες


            Διαταραχές αναπαραγωγικού συστήματος και μαστού

            Όχι συχνές: διαταραχές στύσης


            Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης

            Πολύ συχνές: εξασθένηση Συχνές: άλγος


            Ζάλη, συγκοπή, κεφαλαλγία και εξασθένηση συνήθως είναι ήπιες και παρατηρούνται ιδιαίτερο στην αρχή της θεραπείας.


            Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, επιδείνωση της καρδιακής λειτουργίας και κατακράτηση υγρών μπορεί να προκύψει κατά την αύξηση της δόσης της καρβεδιλόλης.

            Λόγω των β-ανασταλτικών ιδιοτήτων της καρβεδιλόλης, είναι δυνατόν κατά τη χρήση της, να καταστεί έκδηλος λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης, ενώ ο έκδηλος διαβήτης να επιδεινωθεί και να απορρυθμιστούν τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος.


            Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια συχνά αναφερθείσα ανεπιθύμητη ενέργεια σε ασθενείς με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τόσο σε αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο όσο και σε αυτούς που έλαβαν καρβεδιλόλη (14,5% και 15,45 αντίστοιχα).


            Αναστρέψιμη επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και χαμηλή αρτηριακή πίεση, ισχαιμική καρδιοπάθεια, διάχυτη αγγειοπάθεια και/ή νεφρική δυσλειτουργία που λαμβάνουν θεραπεία με καρβεδιλόλη (βλ. παράγραφο 2.4.1)


            Η καρβεδιλόλη μπορεί να προκαλέσει ακράτεια ούρων σε γυναίκες η οποία εξαφανίζεται μετά τη διακοπή του φαρμάκου.


            Σε περίπτωση που θεωρείτε ότι το φάρμακο σας προκάλεσε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια παρακαλούμε να τη γνωστοποιήσετε στο θεράποντα ιατρό σας, ή στο φαρμακοποιό ή άλλο επαγγελματία του τομέα της υγείας, ή απευθείας στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, www.eof.gr).


          3. Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής σε περίπτωση που παραλείψει να πάρει κάποια δόση


            Εάν πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο συνεχώς και παραλείψετε μια δόση, θα πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν, εν τούτοις, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, μη λάβετε τη δόση που παραλείψατε, αλλά συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία. Μη διπλασιάζετε τις δόσεις.


          4. Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής για την ημερομηνία λήξης του προϊόντος


            Αναγράφεται στην εξωτερική και εσωτερική συσκευασία. Σε περίπτωση που η ημερομηνία αυτή έχει παρέλθει, μην το χρησιμοποιήσετε.


          5. Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος


            Φυλάσσετε σε θερμοκρασία όχι άνω των 25οC. Φυλάσσετε τον αρχικό περιέκτη στο εξωτερικό κουτί, για να προστατεύεται από το φως και την υγρασία. Η έκθεση των δισκίων στο φως, μπορεί να προκαλέσει τον αποχρωματισμό τους. Ως εκ τούτου συνιστάται όπως τα δισκία διατηρούνται στα κλειστά κουτιά τους.


          6. Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών


        Το παρόν φύλλο οδηγιών εγκρίθηκε από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων στις 25.01.2013


  3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ (γενικά)


    • Το φάρμακο αυτό σας το έγραψε ο γιατρός σας μόνο για το συγκεκριμένο ιατρικό σας πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να το δίνετε σε άλλα άτομα ή να το χρησιμοποιείτε για κάποια άλλη πάθηση, χωρίς προηγουμένως να έχετε συμβουλευθεί το γιατρό σας.

    • Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανισθεί κάποιο πρόβλημα με το φάρμακο, ενημερώστε αμέσως το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.

    • Εάν έχετε οποιαδήποτε ερωτηματικά γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν το φάρμακο που λαμβάνετε ή χρειάζεσθε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό σας πρόβλημα μη διστάσετε να ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.

    • Για να είναι αποτελεσματικό και ασφαλές το φάρμακο που σας χορηγήθηκε θα πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με τις οδηγίες που σας δόθηκαν.

    • Για την ασφάλεια σας και την υγεία σας είναι απαραίτητο να διαβάσετε με προσοχή κάθε πληροφορία που αφορά το φάρμακο που σας χορηγήθηκε.

    • Να μη διατηρείτε τα φάρμακα σε ερμάρια του λουτρού, διότι η ζέστη και η υγρασία μπορεί να αλλοιώσουν το φάρμακο και να το καταστήσουν επιβλαβές για την υγεία σας.

    • Να μην κρατάτε φάρμακα που δεν τα χρειάζεσθε πλέον ή που ήδη έχουν λήξει.

    • Για μεγαλύτερη ασφάλεια κρατάτε όλα τα φάρμακα σε ασφαλές μέρος μακριά από τα παιδιά.


  4. ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ

Χορηγείται με ιατρική συνταγή