Αρχική σελίδα Αρχική σελίδα

IRINOTECAN/MEDICALIS

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ


IRINOTECAN/MEDICALIS 40mg/2ml IRINOTECAN/MEDICALIS 100mg/5ml


1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ


    1. Ονομασία

      IRINOTECAN/MEDICALIS 40mg/2ml, πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.


      IRINOTECAN/MEDICALIS 100mg/5ml, πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.


    2. Σύνθεση

      Δραστική ουσία: Το πυκνό διάλυμα περιέχει 20 mg/ml irinotecan hydrochloride, trihydrate (που ισοδυναμούν με 17,33 mg/ml irinotecan).

      Έκδοχα: LACTIC ACID, SODIUM HYDROXIDE (Q.S. για ρύθμιση του pH), HYDROCHLORIC ACID (Q.S. για ρύθμιση του pH), SORBITOL, WATER FOR INJECTION


    3. Φαρμακοτεχνική μορφή

      Πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση


    4. Περιεκτικότητα σε δραστική ουσία

      Τα φιαλίδια του IRINOTECAN περιέχουν 40 mg ή 100 mg irinotecan hydrochloride, trihydrate


    5. Περιγραφή - Συσκευασία

      IRINOTECAN 40mg: 1 καφέ γυάλινο φιαλίδιο των 2 ml, με ελαστικό πώμα επικαλυμμένο εσωτερικά με teflon - ΒΤ x 1 vial x 2 ml

      IRINOTECAN 100 mg: 1 καφέ γυάλινο φιαλίδιο των 5 ml, με ελαστικό πώμα επικαλυμμένο εσωτερικά με teflon - ΒΤ x 1 vial x 5 ml

    6. Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία

      Αντινεοπλασματικό


    7. Υπεύθυνος Κυκλοφορίας MEDICALIS ΕΠΕ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ 1, 116 36 ΑΘΗΝΑ Τηλ: 210-9226981


    8. Παρασκευαστής

Cipla Ltd, Verna Salcette, Goa, India


2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ


    1. Γενικές πληροφορίες

      Ενδείκνυται για τη θεραπεία των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού είτε μόνο του (μονοθεραπεία) είτε σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.


    2. Ενδείξεις

      To IRINOTECAN ενδείκνυται για τη θεραπεία των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού: ·

      • σε συνδυασμό με 5-fluorouracil και folinic acid για τους ασθενείς που δεν

        έχουν λάβει προηγούμενη χημειοθεραπεία για προχωρημένη νόσο,

      • ως μονοθεραπεία για τους ασθενείς στους οποίους απέτυχε καθιερωμένη θεραπευτική αγωγή που περιελάμβανε 5-fluorouracil.


        To IRINOTECAN σε συνδυασμό με cetuximab ενδείκνυται για τη θεραπεία των ασθενών με μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο ο οποίος εκφράζει τον υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) μετά από αποτυχία προηγούμενης κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας, η οποία συμπεριλάμβανε το irinotecan.


    3. Αντενδείξεις

      • Χρόνια φλεγμονή του εντέρου και/ή απόφραξη του εντέρου (βλ. λήμμα

        «Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση").

      • Ιστορικό σοβαρών αντιδράσεων υπερευαισθησίας στην irinotecan hydrochloride trihydrate ή σε κάποιο από τα έκδοχα του IRINOTECAN.

      • Εγκυμοσύνη και γαλουχία

      • Τιμές χολερυθρίνης > 3 φορές από την ανώτερη φυσιολογική τιμή

      • Σοβαρή ανεπάρκεια του μυελού των οστών.

      • Κατάσταση ικανότητας κατά WHO > 2.

      • Συγχορήγηση με St John's Wort (Υπερικό/ Βαλσαμόχορτο)


    4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση

      Η χρήση του IRINOTECAN θα πρέπει να περιορίζεται σε μονάδες ειδικευμένες στη χορήγηση κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας και θα πρέπει να χορηγείται μόνο υπό την επίβλεψη ιατρού εξειδικευμένου στη χρήση αντικαρκινικής θεραπείας.


      Δεδομένης της φύσης και της συχνότητας εμφάνισης των ανεπιθυμήτων ενεργειών, το IRINOTECAN θα πρέπει να συνταγογραφείται στις ακόλουθες περιπτώσεις μόνο όταν το αναμενόμενο όφελος έχει εκτιμηθεί σε σχέση με τους ενδεχόμενους κινδύνους: .

      • σε ασθενείς που παρουσιάζουν κάποιο παράγοντα κινδύνου, ιδιαίτερα σε εκείνους με κατάσταση ικανότητας κατά WHO = 2.

        • στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις όπου θεωρηθεί ό,τι ο ασθενής πιθανόν να μην τηρήσει τις συστάσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανεπιθυμήτων ενεργειών (ανάγκη για άμεση και παρατεταμένη αντιδιαρροϊκή θεραπεία σε συνδυασμό με λήψη μεγάλων ποσοτήτων υγρών κατά την εμφάνιση της όψιμης διάρροιας). Γι' αυτούς τους ασθενείς συνιστάται αυστηρή νοσοκομειακή επίβλεψη.

          Όταν το IRINOTECAN χορηγείται ως μονοθεραπεία, συνήθως συνταγογραφείται με το δοσολογικό σχήμα κάθε 3 εβδομάδες. Ωστόσο το

          εβδομαδιαίο δοσολογικό σχήμα μπορεί να εξετασθεί ως εναλλακτική λύση για τους ασθενείς που χρειάζονται στενότερη παρακολούθηση ή που διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο σοβαρής ουδετεροπενίας.


          Όψιμη διάρροια

          Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενέμεροι για τον κίνδυνο εμφάνισης όψιμης διάρροιας σε διάστημα μεγαλύτερο των 24 ωρών μετά από τη χορήγηση του IRINOTECAN και οποιαδήποτε χρονική στιγμή πριν από τον επόμενο κύκλο χορήγησης. Κατά τη μονοθεραπεία, ο μέσος χρόνος εμφάνισης της πρώτης υδαρούς κένωσης ήταν η 5η ημέρα μετά την έγχυση του IRINOTECAN. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώσουν ταχέως τον ιατρό τους για την εμφάνιση της και να αρχίσουν αμέσως την κατάλληλη θεραπεία.

          Ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο διάρροιας είναι εκείνοι που έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη ακτινοθεραπεία κοιλίας/πυέλου, εκείνοι με υπερλευκοκυττάρωση κατά την έναρξη της θεραπείας, εκείνοι με κατάσταση ικανότητας ≥ 2 και οι γυναίκες. Εάν δεν αντιμετωπισθεί κατάλληλα η διάρροια μπορεί να αποβεί απειλητική για τη ζωή, ειδικά σε ασθενείς που είναι ταυτόχρονα ουδετεροπενικοί.


          Αμέσως μόλις εμφανιστεί η πρώτη υδαρής κένωση, ο ασθενής θα πρέπει να αρχίσει να πίνει μεγάλες ποσότητες ροφημάτων που περιέχουν ηλεκτρολύτες και να αρχίσει αμέσως κατάλληλη αντιδιαρροϊκή θεραπεία. Η αντιδιαρροϊκή θεραπεία θα συνταγογραφηθεί από το τμήμα που χορήγησε το IRINOTECAN. Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο οι ασθενείς θα πρέπει να προμηθευτούν τα συνταγογραφημένα φάρμακα, ώστε να μπορούν να αναμετωπίσουν τη διάρροια, μόλις εμφανισθεί. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ενημερώσουν τον ιατρό τους ή το τμήμα που χορήγησε το IRINOTECAN για το πότε/εάν εμφανισθεί η διάρροια..


          Η γενικώς συνιστώμενη αντιδιαρροϊκή θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση υψηλών δόσεων loperamide (4 mg για. την πρώτη λήψη και μετά 2 mg κάθε 2 ώρες). Η θεραπεία θα πρέπει να συνεχιστεί για 12 ώρες μετά την εμφάνιση της τελευταίας υδαρούς κένωσης και δεν θα πρέπει να τροποποιηθεί. Σε καμιά περίπτωση η loperamide δεν θα πρέπει να χορηγηθεί για περισσότερο από 48 συνεχείς ώρες, σε αυτές τις δόσεις, λόγω του κινδύνου εμφάνισης παραλυτικού ειλεού αλλά και ούτε για λιγότερο από 12 ώρες.

          Όταν η διάρροια συνδέεται με σοβαρή- ουδετεροπενία (αριθμός ουδέτεροφίλων < 500 κύτταρα/mm3), θα πρέπει να χορηγείται προφυλακτικώς αντιβιοτική θεραπεία ευρέος φάσματος επιπλέον της αντιδιαρροϊκής θεραπείας.


          Επιπρόσθετα της αντιβιοτικής θεραπείας, συστήνεται εισαγωγή στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της διάρροιας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

          • διάρροια η οποία συνδέεται με πυρετό,

          • σοβαρή διάρροια (η οποία απαιτεί την ενδοφλέβια χορήγηση υγρών),

          • διάρροια η οποία παραμένει πέραν των 48 ωρών μετά από την έναρξη της χορήγησης υψηλών δόσεων loperamide.

          Η loperamide δεν πρέπει να χορηγείται προφυλακτικώς, ακόμη και στους ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν όψιμη διάρροια σε προηγούμενους κύκλους χορήγησης.

          Στους ασθενείς που εμφάνισαν σοβαρή διάρροια συνιστάται η ελάττωση της δόσης στους επόμενους κύκλους χορήγησης.

          Αιματολογία.

          Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με IRINOTECAN θα πρέπει να πραγματοποιούνται γενικές εξετάσεις αίματος κάθε εβδομάδα. Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενήμεροι του κινδύνου της εμφάνισης ουδετεροπενίας και της σημασίας του πυρετού. Η εμπύρετη ουδετεροπενία (θερμοκρασία > 38 °C και αριθμός ουδετεροφίλων < 1000 κύτταρα/mm3) θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επειγόντως σε νοσοκομείο με ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος.


          Για τους ασθενείς που παρουσίασαν σοβαρή αιματολογική τοξικότητα, συνιστάται η ελάττωση της δόσης για την επόμενη χορήγηση.


          Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και αιματολογικής τοξικότητας σε ασθενείς με σοβαρή διάρροια. Στους ασθενείς με σοβαρή διάρροια θα πρέπει να πραγματοποιούνται γενικές εξετάσεις αίματος.


          Ηπατική διαταραχή.

          Εξετάσεις για τον έλεγχο της ηπατικής λειτουργίας θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά την έναρξη της θεραπείας και πριν από κάθε κύκλο.

          Εξετάσεις- αίματος θα πρέπει να πραγματοποιούνται εβδομαδιαίως σε ασθενείς με τιμές χολερυθρίνης από 1,5 έως 3 φορές μεγαλύτερες της ανώτερης φυσιολογικής τιμής (ΑΦΤ) λόγω της μειωμένης κάθαρσης της irinotecan και του κατά συνέπεια αυξημένου κινδύνου αιματολογικής τοξικότητας σε αυτή την κατηγορία των ασθενών. Για ασθενείς με τιμές χολερυθρίνης μεγαλύτερες από το 3πλάσιο της ΑΦΤ


          Ναυτία και εμετός

          Πριν από κάθε χορήγηση IRINOTECAN συνιστάται προφυλακτική αγωγή με αντιεμετικά. Ναυτία και εμετός έχουν αναφερθεί συχνά. Οι ασθενείς με έμετο που συνδέεται με όψιμη διάρροια, θα πρέπει να νοσηλεύονται, για να υποβληθούν σε θεραπεία όσο το δυνατόν συντομότερα.


          Οξύ χολινεργικό σύνδρομο

          Εάν εμφανιστεί οξύ χολινεργικό σύνδρομο (που ορίζεται ως πρώιμη διάρροια και διάφορα άλλα συμπτώματα, όπως: εφίδρωση, κοιλιακά άλγη, δακρύρροια, μύση και σιελόρροια), θα πρέπει να χορηγηθεί θειϊκή ατροπίνη (0,25 mg υποδορίως), εκτός εάν αντενδείκνυται κλινικώς. Θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους ασθενείς που πάσχουν από άσθμα. Σε ασθενείς με οξύ και σοβαρό χολινεργικό σύνδρομο, η χρήση της θέιϊκής ατροπίνης συνιστάται προφυλακτικά κατά τη χορήγηση των επόμενων δόσεων του IRINOTECAN


          Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος

          Η εμφάνιση διάμεσης πνευμονοπάθειας με τη μορφή πνευμονικών διηθήσεων, είναι ασυνήθης κατά τη διάρκεια της θεραπείας με irinotecan. Η διάμεση πνευμονοπάθεια μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο.

          Στους παράγοντες κινδύνου οι οποίοι είναι πιθανό να συνδέονται με την ανάπτυξη πνευμονικών

          διηθήσεων διάμεσης πνευμονοπάθειας περιλαμβάνεται η χρήση πνευμονοτοξικών φαρμάκων, η ακτινοθεραπεία και οι αιμοποιητικοί αυξητικοί παράγοντες διέγερσης αποικιών.

          Ασθενείς με παράγοντες κινδύνου πρέπει να παρακολουθούνται στενά για εμφάνιση αναπνευστικών συμπτωμάτων πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας με irinotecan.


          Ηλικιωμένοι

          Λόγω της μεγαλύτερης συχνότητας ύπαρξης μειωμένων βιολογικών λειτουργιών, ιδιαιτέρως της ηπατικής λειτουργίας, στους ηλικιωμένους ασθενείς, η επιλογή της χορηγούμενης δόσης IRINOTECAN σε αυτήν την κατηγορία ασθενών, θα -πρέπει να γίνεται με προσοχή.


          Ασθενείς ιιε απόφραξη εντέρου

          Αυτοί οι ασθενείς δεν πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία με IRINOTECAN μέχρι την αποκατάσταση της απόφραξης του εντέρου.


          Ασθενείς με νεφρική διαταραχή

          Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε αυτή την κατηγορία πληθυσμού.

          Αλλες περιπτώσεις Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει σορβιτόλη και επομένως είναι ακατάλληλο για χορήγηση σε όσους εμφανίζουν κληρονομική δυσανεξία στη φρουκτόζη. Σπάνιες περιπτώσεις vεφρικής ανεπάρκειας, υπότασης ή κυκλοφορικής ανεπάρκειας έχουν -παρατηρηθεί σε ασθενείς με επεισόδια αφυδάτωσης συνδεόμενα με διάρροια και/ή έμετο ή σηψαιμία.

          Αντισυλληπτικά μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται κατά τη διάρκεια και για τουλάχιστον 3 μήνες μετά από την παύση της θεραπείας.


          Η συγχορήγηση της irinotecan με έναν ισχυρό αναστολέα (π.χ. κετοκοναζόλη) ή επαγωγέα [π.χ. ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοίνη, Si John's. Wort (Υπερικό / Βαλσαμόχορτο)] του κυτοχρώματος CYP3A4 ενδέχεται να μεταβάλλει το μεταβολισμό της irinotecan και πρέπει να αποφεύγεται.


    5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες

      Η αλληλεπίδραση μεταξύ της irinotecan και νευρομυϊκών αποκλειστών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το IRINOTECAN έχει αντιχολινεστερασική δράση, και επομένως τα φάρμακα με αντιχολινεστερασική δράση μπορεί να παρατείνουν το νευρομυϊκό αποκλεισμό του suxamethonium και μπορεί να ανταγωνιστούν τη νευρομυοαποκλειστική δράση των μη- εκπολωτικών φαρμάκων.


      Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η ταυτόχρονη χορήγηση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων τα οποία επάγουν το CYP3A (π.χ. καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη ή φαινυτοίνη) οδηγεί σε μειωμένη έκθεση στην irinotecan, στο SN-38 και στο γλυκουρονίδιο του SN-38 και σε μειωμένες φαρμακοδυναμικές δράσεις. Η επίδραση αυτών των αντιεπιληπτικών φαρμάκων απεικονίζεται με μείωση της AUC του SN-38 και του SN-38G κατά 50% ή και περισσότερο. Επιπλέον της επαγωγής των ενζύμων του κυτοχρώματος Ρ450 3Α, η αυξημένη γλυκουρονιδίωση και η αυξημένη χολική απέκκριση μπορεί να συντελέσει στη μείωση της έκθεσης στην irinotecan και στους μεταβολίτες της.

      Μια μελέτη έδειξε ότι η συγχορήγηση της κετοκοναζόλης είχε σαν αποτέλεσμα μείωση της AUC του APC κατά 87% και αύξηση της AUC του SN-38 κατά 109% σε σύγκριση με τις τιμές οι οποίες παρατηρούνται όταν η irinotecan χορηγείται μόνη της.


      Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν συγχρόνως φάρμακα τα οποία είναι γνωστό ότι αναστέλλουν (π.χ. κετοκοναζόλη) ή επάγουν (π.χ ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη ή φαινυτοίνη) το μεταβολισμό των φαρμάκων από το κυτόχρωμα Ρ450 3Α4. Ταυτόχρονη χορήγηση της irinotecan με έναν αναστολέα/επαγωγέα αυτής της. μεταβολικής

      οδού μπορεί να αλλοιώσει το μεταβολισμό της irinotecan και πρέπει να αποφεύγεται (βλ. λήμμα 4.4),


      Σε μια μικρή φαρμακοκινητική μελέτη (n=5), στην οποία συνχορηγήθηκαν 350 mg/m2 irinotecan με 900 mg St. John's Wort (Hypericum perforatum/ Υπερικό /Βαλσαμόχορτο), παρατηρήθηκε 42% μείωση στις συγκεντρώσεις στο πλάσμα του ενεργού μεταβολίτη της irinotecan SN-38.


      To St. John's Wort (Υπερικό /Βαλσαμόχορτο) μειώνει τα επίπεδα του SN-38 στο πλάσμα. Συνεπώς, το St. John's Wort (Υπερικό /Βαλσαμόχορτο) δεν θα πρέπει να χορηγείται με irinotecan. (βλ. λήμμα 4.3).


      Η φαρμακοκινητική της irinotecan δεν μεταβάλλεται κατά τη συγχορήγηση του 5- fluorouracil/folinic acid στη θεραπεία συνδυασμού.


      Δεν έχει αποδειχθεί ότι τα χαρακτηριστικά ασφαλείας της irinotecan επηρεάζονται από το cetuximab ή αντιστρόφως,


    6. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης

      Μόνο για ενήλικες. Το διάλυμα προς έγχυση IRINOTECAN πρέπει να εγχέεται σε περιφερική ή κεντρική φλέβα.


      Συνιστώμενη δοσολογία:


      Κατά τη μονοθεραπεία (για τους ασθενείς που έχουν λάβει προηγούμενη χημειοθεραπεία): Η συνιστώμενη δοσολογία του IRINOTECAN είναι 350 mg/m² ως ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 έως 90 λεπτών, χορηγούμενη κάθε 3 εβδομάδες.

      Κατά τη θεραπεία συνδυασμού (για τους ασθενείς πον δεν έχουν λάβει προηγούμενη χημειοθεραπεία):

      Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του ΙRINOTECAN σε συνδυασμό με 5-fluorouracil (5-FU) και folinic acid (FA) αξιολογήθηκαν κατά το σχήμα που ακολουθεί:


      IRINOTECAN και 5-FU/FA σε σχήμα χορήγησης κάθε 2 εβδομάδες

      Η συνιστώμενη δόση του IRINOTECAN είναι 180 mg/m2 χορηγούμενη άπαξ κάθε 2 εβδομάδες ως ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 έως 90 λεπτών, ακολουθούμενη από την έγχυση folinic acid και 5-fluoronraciL

      Για τη δοσολογία και τον τρόπο συγχορήγησης του cetuximab, αναφερθείτε στις πληροφορίες που αφορούν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.


      Συνήθως, χορηγείται η ίδια δόση irinotecan, με αυτή που είχε χρησιμοποιηθεί στους τελευταίους κύκλους του προηγούμενου δοσολογικού σχήματος που περιείχε irinotecan. Η irinotecan δεν πρέπει να χορηγείται σε διάστημα μικρότερο από 1 ώρα, μετά το τέλος της έγχυσης του cetuximab.


      Τροποποιήσεις της δοσολογίας:

      IRINOTECAN πρέπει να χορηγείται έπειτα από την κατάλληλη αποκατάσταση όλων των ανεπιθύμητων ενεργειών σε βαθμό 0 ή 1 της κλίμακας NCI-CTC (National Cancer Institute Common Toxicity Criteria) και αφού η σχετιζόμενη με τη θεραπεία διάρροια έχει ξεπεραστεί πλήρως.

      Στην αρχή της επόμενης έγχυσης θεραπείας, οι δόσεις του IRINOTECAN και της 5-FU, όπου εφαρμόζεται, θα πρέπει να μειώνονται ανάλογα με τον χείριστο βαθμό ανεπιθύμητων

      ενεργειών που παρατηρήθηκαν κατά την προηγούμενη έγχυση. Η χορήγηση της θεραπείας θα πρέπει να καθυστερήσει για 1 έως 2 εβδομάδες, προκείμενου να επιτραπεί η αποκατάσταση των σχετιζόμενων με τη θεραπεία ανεπιθυμήτων ενεργειών.


      Για τις ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι δόσεις του IRINOTECAN και/ή της 5-FU, όπου είναι δυνατό, θα πρέπει να ελαττώνονται κατά 15-20%;

      • Αιματολογική τοξικότητα (ουδετεροπενία βαθμού 4, εμπύρετη ουδετεροπενία

        [ουδετεροπενία βαθμού 3-4 και πυρετός βαθμού 2-4], θρομβοπενία και λευκοπενία [βαθμού 4]),

      • Μη-αιματολογική τοξικότητα [βαθμού 3-4]

        Οι συστάσεις για τροποποιήσεις της δοσολογίας του cetuximab, κατά τη συγχορήγηση με irinotecan, θα πρέπει να ακολουθούνται σύμφωνα με τις πληροφορίες που αφορούν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.


        Διάρκεια της θεραπείας


        Η θεραπεία με το IRINOTECAN θα πρέπει να συνεχισθεί μέχρι να σημειωθεί αντικειμενική εξέλιξη της νόσου ή μη-αποδεκτή τοξικότητα.


        Ειδικές κατηγορίες ασθενών:


        Ασθενείς με ηπατική διαταραχή: Κατά τη μονοθεραπεία: Η αρχική δόση του IRINOTERCAN θα πρέπει να καθορίζεται από τα επίπεδα της χολερυθρίνης στο αίμα (ως και τρεις φορές μεγαλύτερα της ανώτερης φυσιολογικής τιμής [ΑΦΤ]) σε ασθενείς με κατάσταση ικανότητας

        ≤ 2. Σε αυτούς τους ασθενείς με υπερχολερυθριναιμία και χρόνο προθρομβίνης μεγαλύτερο από 50%, μειώνεται η κάθαρση της irinotecan (βλ. λήμμα «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες») και γι' αυτό είναι αυξημένος ο κίνδυνος αιματολογικής τοξικότητας. Επομένως σε αυτή την κατηγορία των ασθενών θα πρέπει να πραγματοποιούνται εβδομαδιαίως γενικές εξετάσεις αίματος.


      • Σε ασθενείς με τιμές χολερυθρίνης μέχρι 1,5 φορά της ανώτερης φυσιολογικής τιμής (ΑΦΤ), η συνιστώμενη δόση IRINOTECAN είναι 350 mg/m2.

      • Σε ασθενείς με τιμές χολερυθρίνης που κυμαίνονται από 1,5 έως 3 φορές της ΑΦΤ,

        η

        συνιστώμενη δόση IRINOTECAN είναι 200 mg/ m²

      • Σε ασθενείς με τιμές χολερυθρίνης πάνω από το 3πλάσιο της ΑΦΤ, δεν πρέπει να

        χορηγείται το IRINOTECAN (βλ. λήμματα «Αντενδείξεις» και «Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»).

        Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία όσον αφορά σε ασθενείς με ηπατική βλάβη στους οποίους χορηγείται θεραπεία συνδιασμού με IRINOTECAN


        Ασθενείς με νεφρική διαταραχή: Δεν συνιστάται η χορήγηση του IRINOTECAN σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, επειδή δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σε αυτή την κατηγορία ασθενών.


        Ηλικιωμένοι: Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές φαρμακοκινητικές μελέτες σε ηλικιωμένους. Ωστόσο η επιλογή της δοσολογίας γι' αυτή την κατηγορία πληθυσμού θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά, εξαιτίας της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης μειωμένων βιολογικών λειτουργιών. Αυτή η κατηγορία πληθυσμού χρειάζεται πιο στενή παρακολούθηση.

    7. Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση

      Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υπερδοσολογίας σε δόσεις διπλάσιες περίπου της συνιστώμενης θεραπευτικής δόσης οι οποίες μπορεί να αποβούν μοιραίες. Οι πιο σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν ήταν σοβαρή ουδετεροπενία και σοβαρής μορφής διάρροια. Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για το IRINOTECAN Θα πρέπει να εφαρμόζονται τα μέγιστα υποστηρικτικά μέτρα για την αποφυγή αφυδάτωσης λόγω της διάρροιας και να ανταμετωπίζονται θεραπευτικά οποιεσδήποτε λοιμώδεις επιπλοκές.

      ενημερώστε τον γιατρό σας ή το Κέντρο Δηλητηριάσεων, Τηλ.: 210 7793777 Αθήνα.


    8. Τι πρέπει να γνωρίζετε στην περίπτωση που παραλείψατε να πάρετε κάποια δόση Εάν πρέπει να λαμβάνετε το φάρμακο συνεχώς και παραλείψετε μία δόση, θα πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν, εν τούτοις, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, μη λάβετε τη δόση που παραλείψατε αλλά συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία.

      Μη διπλασιάζετε τις δόσεις.


    9. Ανεπιθύμητες ενέργειες

Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες, που θεωρείται, ότι είναι δυνατόν ή πιθανόν να συνδέονται, με τη χορήγηση του IRINOTECAN αναφέρθηκαν από 765 ασθενείς με τη συνιστώμενη δόση των 350 mg/m2, κατά τη μονοθεραπεία και από 145 ασθενείς που έλαβαν IRINOTECAN σε συνδυασμό με 5-FU/FA κατά το σχήμα χορήγησης κάθε 2 εβδομάδες, στη συνιστώμενη δόση 180 mg/m2.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρονται παρακάτω, αφορούν το irinotecan. Δεν έχει αποδειχθεί ότι τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του irinotecan επηρεάζονται από το cetuximab ή αντιστρόφως. Σε συνδυασμό με το cetuximab, αναφέρθηκαν επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες σχετίζονται με το cetuximab (όπως εξάνθημα ομοιάζον με ακμή 88%). Επομένως, αναφερθείτε στις πληροφορίες που αφορούν το cetuximab.


Γαστρεντερικές διαταραχές

Όψιμη διάρροια

Η διάρροια (που εμφανίζεται πέραν των 24 ωρών μετά από τη χορήγηση) αποτελεί μια μορφή δοσο-περιοριστικής τοξικότητας του IRINOTECAN


Κατά τη μονοθεραπεία:

Σοβαρή διάρροια παρατηρήθηκε στο 20% των ασθενών οι οποίοι ακολουθούν τις οδηγίες για την αντιμετώπιση της διάρροιας. Στο 14% των αξιολογήσιμων κύκλων εμφανίστηκε σοβαρή διάρροια. Ο διάμεσος χρόνος εμφάνισης της πρώτης υδαρούς κένωσης ήταν η 5η ημέρα μετά την έγχυση του IRINOTECAN .


Κατά τη θεραπεία συνδυασμού:

Σοβαρή διάρροια παρατηρήθηκε στο 13,1% των ασθενών οι οποίοι ακολουθούν τις οδηγίες για την αντιμετώπιση της διάρροιας. Στο 3.9% των αξιολογήσιμων κύκλων εμφανίστηκε σοβαρή διάρροια.

Έχουν αναφερθεί ασυνήθεις περιπτώσεις ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας, μια από τις οποίες έχει τεκμηριωθεί βακτηριολογικά {Clostridium difficile).


Ναυτία και εμετός Κατά τη μονοθεραπεία:

Η ναυτία και ο έμετος ήταν σοβαρής μορφής στο 10% περίπου των ασθενών οι οποίοι

ελάμβαναν θεραπευτικώς αντιεμετικά..


Κατά τη θεραπεία συνδυασμού:

Παρατηρήθηκε χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης σοβαρής ναυτίας και εμετού (2,1% και 2,8% των ασθενών, αντιστοίχως).


Αφυδάτωση

Έχουν αναφερθεί επεισόδια αφυδάτωσης συνήθως συνδεόμενα με διάρροια ή/και έμετο. Ασυνήθεις περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας, υπότασης ή καρδιο-κυκλοφορικης ανεπάρκειας έχουν παρατηρηθεί, σε ασθενείς με επεισόδια αφυδάτωσης συνδεόμενα με διάρροια ή/και έμετο.


Άλλες γασγρεντερικές διαταραχές

Παρατηρήθηκε δυσκοιλιότητα σχετιζόμενη με το IRINOTECAN και/η την loperamide με την εξής αναλογία:


Ασυνήθεις περιπτώσεις εντερικής απόφραξης, ειλεού, αιμορραγίας εκ του γαστρεντερικού και σπάνιες περιπτώσεις κολίτιδας, συμπεριλαμβανομένης της τυφλίτιδας, της ισχαιμικής και της ελκώδους κολίτιδας έχουν αναφερθεί, Επίσης έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις διάτρησης του εντέρου. Αλλες ήπιες αντιδράσεις περιλαμβάνουν ανορεξία, κοιλιακό άλγος και βλε\α·ογονίτιδα. Σπάνιες περιπτώσεις συμπτωματικής και ασυμπτωματικής παγκρεατίτιδας συσχετίστηκαν με τη θεραπεία με irinotecan.


Αιματολογικές διαταραχές

Η ουδετεροπενία αποτελεί μορφή δοσο-περιοριστικής τοξικότητας. Η ουδετεροπενία ήταν αναστρέψιμη και μη αθροιστική. Ο διάμεσος (median) αριθμός ημερών μέχρι την εμφάνιση του ναδίρ ήταν 8 ημέρες ανεξαρτήτως του αν χορηγήθηκε μονοθεραπεία ή θεραπεία συνδυασμού.


Κατά τη μονοθεραπεία:

Παρατηρήθηκε ουδετεροπενία στο 78,7% των ασθενών και ήταν σοβαρή (αριθμός ουδετεροφίλων

- 500 κυτταρα/mm3) στο 22,6% των ασθενών. Από τους αξιολογήσιμους κύκλους το 18% παρουσίασε αριθμό ουδετεροφίλων μικρότερο από 1000 κύτταρα/mm3 εκ των οποίων το 7,6% με αριθμό ουδετεροφίλων < 500 κύτταρα/mm3.


Πλήρης ανάκαμψη επιτυγχανόταν συνήθως μέχρι την 22η ημέρα.


Πυρετός με σοβαρή ουδετεροπενία αναφέρθηκε στο 6,2% των ασθενών και στο 1,7% των κύκλων.


Λοιμώξεις εμφανίστηκαν στο 10,3% περίπου των ασθενών (2,5% των κύκλων) και συνδέονταν με σοβαρή ουδετεροπενία στο 5,3% περίπου των ασθενών (1,1% των κύκλων) και οδήγησαν σε θάνατο σε 2 περιπτώσεις.

Αναφέρθηκε αναιμία στο 58,7% περίπου των ασθενών (8% με αιμοσφαιρίνη < 8 g/dl και 0,9% με αιμοσφαιρίνη < 6,5 g/dl).

Θρομβοπενία (< 100.000 κύτταρα/mm3) παρατηρήθηκε στο 7,4% των ασθενών και στο 1,8% των κύκλων με 0,9% με αριθμό αιμοπεταλίων ≤ 50.000 κύτταρα/mm3 και στο 0,2% των κύκλων. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν ανάκαμψη μέχρι την 22η ημέρα.


Κατά τη θεραπεία συνδυασμού:

Ουδετεροπενία παρατηρήθηκε στο 82,5% των'ασθενών και ήταν σοβαρή (αριθμός ουδετεροφίλων <500 κύτταρα/mm3) στο 9,8% των ασθενών.

Από τους αξιολογήσιμους κύκλους, το 67,3% παρουσίασε αριθμό ουδετεροφίλων μικρότερο από 1000 κύτταρα/mm3 εκ των οποίων το 2,7% με αριθμό ουδετεροφίλων < 500 κύτταρα/mm3.


Πλήρης ανάκαμψη επιτυγχανόταν συνήθως εντός 7-8 ημερών.


Πυρετός με σοβαρή ουδετεροπενία αναφέρθηκε στο 3,4% των ασθενών και στο 0,9% των κύκλων.


Λοιμώξεις εμφανίστηκαν στο 2% περίπου των ασθενών (0,5% των κύκλων) και συνδέονταν με σοβαρή ουδετεροπενία στο 2,1% περίπου των ασθενών (0.5% των κύκλων) και οδήγησαν σε θάνατο σε 1 περίπτωση.


Αναφέρθηκε αναιμία στο 97,2% των ασθενών (2,1% με αιμοσφαιρίνη < 8 g/dl).

Θρομβοπενία (< 100.000 κύτταρα/mm3) παρατηρήθηκε στο 32,6% των ασθενών και στο 21,8% των κύκλων. Δεν παρατηρήθηκε σοβαρή θρομβοπενία (<50,000 κύτταρα/mm3).


Μια περίπτωση περιφερειακής θρομβοπενίας με αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα αναφέρθηκε κατά την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.


Λοιμώξεις και παρασιτώσεις


Σπάνιες περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας, υπότασης ή καρδιο-κυκλοφορικής ανεπάρκειας έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς με σηψαιμία.


Γενικές διαταραχές και αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης


Οξύ χολινεργικό σύνδρομο

Σοβαρό παροδικό οξύ χολινεργικό σύνδρομο παρατηρήθηκε στο 9% των ασθενών που έλαβαν μονοθεραπεία και στο 1,4% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία συνδυασμού. Τα κύρια συμπτώματα ήταν πρώιμη διάρροια και διάφορα άλλα συμπτώματα, όπως κοιλιακό άλγος, επιπεφυκίτιδα, ρινίτιδα, υπόταση, αγγειοδιαστολή, εφίδρωση, ρίγη, κακουχία, ζάλη, οπτικές διαταραχές, μύση, δακρύρροια και αυξημένη σιελόρροια, τα οποία εμφανίζονταν κατά τη διάρκεια ή εντός των πρώτων 24 ωρών μετά την έγχυση του IRINOTECAN . Αυτά τα συμπτώματα εξαφανίσθηκαν μετά από τη χορήγηση ατροπίνης (βλ. λήμμα «Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»).


Η καταβολή ήταν σοβαρή σε λιγότερο από το 10% των ασθενών που έλαβαν μονοθεραπεία και στο 6,2% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία συνδυασμού. Η αιτιολογική συσχέτιση με το IRINOTECAN δεν έχει σαφώς καθορισθεί. Πυρετός, απουσία λοίμωξης χωρίς ταυτόχρονη σοβαρή ουδετεροπενία, παρατηρήθηκε στο 12% των ασθενών που έλαβαν μονοθεραπεία και στο 6,2% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία συνδυασμού. Ήπιες αντιδράσεις στο σημείο της έγχυσης έχουν αναφερθεί, αν και δεν ήταν συχνές.


Καρδιακές διαταραχές

Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις υπέρτασης κατά τη διάρκεια της έγχυσης ή μετά από αυτή.


Aναπνευστικές διαταραχές


Η εμφάνιση διάμεσης πνευμονοπάθειας με τη μορφή πνευμονικών διηθήσεων είναι ασυνήθης κατά τη διάρκεια της θεραπείας με irinotecan.


Έχουν αναφερθεί πρώιμες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως δύσπνοια). Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού

Η αλωπεκία ήταν πολύ συχνή και αναστρέψιμη. Ήπιες δερματικές αντιδράσεις έχουν αναφερθεί, αν και ήταν μη-συχνές.


Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος


Έχουν αναφερθεί αντιδράσεις ήπιας αλλεργίας, οι οποίες δεν είναι συχνές, καθώς και σπάνιες περιπτώσεις αναφυλακτικών/αναφυλακτοειδών αντιδράσεων.


Μυοσκελετικές διαταραχές


Έχουν αναφερθεί πρώιμες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως μυΐκή σύσπαση ή κράμπες και παραισθησία.


Εργαστηριακές εξετάσεις


Κατά τη μονοθεραπεία παροδικές και ελαφρές έως μέτριες αυξήσεις των επιπέδων των τρανσαμινασών, της αλκαλικής φωσφατάσης ή της χολερυθρίνης του ορού παρατηρήθηκαν στο 9,2%, 8,1% και 1,8% των ασθενών, αντίστοιχα, με απουσία εξελισσόμενης μετάστασης του ήπατος.


Παροδική ελαφρή έως μέτρια αύξηση των επιπέδων της κρεατινίνης στον ορό παρατηρήθηκε στο 7,3% των ασθενών.


Κατά την συνδυασμένη θεραπεία παρατηρήθηκε παροδική αύξηση των τιμών στον ορό (βαθμοί 1 και 2) είτε της SGPT, της SGOT, της αλκαλικής φωσφατάσης ή της χολερυθρίνης σε αντίστοιχα ποσοστά ασθενών 15%, 11%, 11% και 10%, με απουσία εξελισσόμενης μετάστασης του ήπατος. Παροδικά βαθμού 3 παρατηρήθηκε σε αντίστοιχα ποσοστά ασθενών 0%, 0%, 0% και 1%. Δεν παρατηρήθηκε βαθμού 4.

Πολύ σπάνια έχουν παρουσιασθεί αυξήσεις της αμυλάσης ή/και της λιπάσης.

Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις υποκαλιαιμίας και υπονατριαιμίας σχετιζόμενες κυρίως με

διάρροια και έμετο.


Διαταραχές του νευρικού συστήματος


Μετά την κυκλοφορία του IRINOTECAN, πολύ σπάνια, αναφέρθηκαν περιπτώσεις, παροδικών διαταραχών της ομιλίας που έχουν σχέση με την έγχυση του IRINOTECAN


2.10 Ημερομηνία λήξης του προϊόντος

Ο χρόνος ζωής εφόσον τα φιαλίδια δεν έχουν ανοιχθεί είναι 24 μήνες.

Το διάλυμα του IRINOTECAN πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά την ανασύσταση καθώς δεν περιέχει αντιβακτηριδιακό συντηρητικό. Εάν η ανασύσταση και η αραίωση πραγματοποιούνται υπό αυστηρός άσηπτες συνθήκες (π.χ. σε σύστημα ροής αέρος το διάλυμα του IRINOTECAN θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί (ολοκληρωμένη έγχυση) μέσα σε 12 ώρες σε θερμοκρασία ≤ 250 C ή μέσα σε 24 ώρες εφόσον φυλάσσεται στους 2°-8°C μετά το πρώτο

Τα φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται πριν από την ημερομηνία λήξης τους.


    1. Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος

      Φυλάσσεται σε θερμοκρασία ≤ 25oC προστατευμένο από το φως.


    2. Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών:


      image

      3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

      • Το φάρμακο αυτό σας το έγραψε ο γιατρός σας μόνο για το συγκεκριμένο ιατρικό σας πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να το δίνετε σε άλλα άτομα ή να το χρησιμοποιείτε για κάποια άλλη πάθηση, χωρίς προηγουμένως να έχετε συμβουλευθεί το γιατρό σας.

      • Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα με το φάρμακο, ενημερώστε αμέσως το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.

      • Εάν έχετε οποιαδήποτε ερωτηματικά γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν το φάρμακο που λαμβάνετε ή χρειάζεστε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό σας πρόβλημα μη διστάσετε να ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.

      • Για να είναι αποτελεσματικό και ασφαλές το φάρμακο που σας χορηγήθηκε θα πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με τις οδηγίες που σας δόθηκαν.

      • Για την ασφάλειά σας και την υγεία σας είναι απαραίτητο να διαβάσετε με προσοχή κάθε πληροφορία που αφορά το φάρμακο που σας χορηγήθηκε.

      • Να μη διατηρείτε τα φάρμακα σε ερμάρια του λουτρού, διότι η ζέστη και η υγρασία μπορεί να αλλοιώσουν το φάρμακο και να το καταστήσουν επιβλαβές για την υγεία σας.

      • Να μην κρατάτε φάρμακα που δεν τα χρειάζεστε πλέον ή που έχουν ήδη λήξει.

      • Για μεγαλύτερη ασφάλεια κρατήστε όλα τα φάρμακα σε ασφαλές μέρος μακριά από τα παιδιά.


4. ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ


Xορηγείται μόνο για Νοσοκομειακή χρήση σε ειδικά κέντρα (μονάδες που ειδικεύονται στη χρήση Κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας μόνο κάτω από την παρακολούθηση ειδικευμένου ογκολόγου). Συνιστάται αυστηρώς η χορήγησή του να πραγματοποιείται μόνο σε νοσηλευτικά ιδρύματα που διαθέτουν επαρκή εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένης και μονάδας εντατικής θεραπείας.