ABCDEFGHIJKLMNO
PQRSTUVWXYZΒΝΟΥΦ
Lanomycin
amikacin
LANOMYCIN INJ.SOL 500MG/2ML AMP BTX10AMPX2ML
ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ: | 26,88 € |
Λιανεμποριο: | 37,05 € |
Επιστράφηξης: | 0,00 € |
Aμικασίνη
Φυλάξτε αυτό το φύλλο οδηγιών χρήσης. Ίσως χρειαστεί να το διαβάσετε ξανά.
Εάν έχετε περαιτέρω απορίες, ρωτήστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.
Η συνταγή για αυτό το φάρμακο χορηγήθηκε αποκλειστικά για σας . Δεν πρέπει να δώσετε το φάρμακο σε άλλους. Μπορεί να τους προκαλέσει βλάβη, ακόμα και όταν τα συμπτώματα της ασθένειάς τους είναι ίδια με τα δικά σας.
Εάν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια, ενημερώστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας. Αυτό ισχύει και για κάθε πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης. Βλέπε παράγραφο 4.
Τι είναι το Lanomycin και ποια είναι η χρήση του
Τι πρέπει να γνωρίζετε πριν πάρετε το Lanomycin
Πώς να πάρετε το Lanomycin
Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
Πώς να φυλάσσετε το Lanomycin
Περιεχόμενο της συσκευασίας και λοιπές πληροφορίες
Το LANOMYCIN ανήκει στην ομάδα των αντιβιοτικών φαρμάκων που ονομάζονται
«αμινογλυκοσίδες».
Eνδείκνυται για τη βραχυχρόνια θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων που οφείλονται σε ευαίσθητα στελέχη αρνητικών κατά Gram βακτηρίων.
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ενέσιμη αμικασίνη είναι αποτελεσματική σε μικροβιαιμία και σηψαιμία (περιλαμβανομένης της νεογνικής σηψαιμίας), σε σοβαρές λοιμώξεις της αναπνευστικής οδού, των οστών και των αρθρώσεων, του κεντρικού νευρικού συστήματος (περιλαμβανομένης της μηνιγγίτιδας), του δέρματος και των μαλακών μορίων, σε ενδοκοιλιακές λοιμώξεις (περιλαμβανομένης της περιτονίτιδας), σε εγκαύματα και μετεγχειρητικές λοιμώξεις (περιλαμβανομένων των αγγειοχειρουργικών επεμβάσεων).
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η αμικασίνη είναι επίσης αποτελεσματική σε σοβαρές επιπεπλεγμένες και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που οφείλονται στους ανωτέρω μικροοργανισμούς.
Οι αμινογλυκοσίδες περιλαμβανομένης της αμικασίνης δεν ενδείκνυνται σε μη επιπεπλεγμένα, αρχικά επεισόδια λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, εκτός εάν οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί δεν είναι ευαίσθητοι σε αντιβιοτικά που έχουν δυνητικά μικρότερη τοξικότητα. Όταν η αμικασίνη ενδείκνυται στη θεραπεία μη επιπεπλεγμένων λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, μπορεί να συνταγογραφηθεί μειωμένη δόση.
Μικροβιολογικός έλεγχος πρέπει να διενεργείται για να ταυτοποιηθούν οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί και η ευαισθησία τους στην αμικασίνη.
Η αμικασίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία σε λοιμώξεις που οφείλονται σε αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς και η έναρξη της θεραπείας μπορεί να γίνει πριν από τη λήψη των αποτελεσμάτων της δοκιμασίας ευαισθησίας.
Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η αμικασίνη είναι αποτελεσματική σε λοιμώξεις που οφείλονται σε ανθεκτικά στη γενταμικίνη ή/και στην τομπραμυκίνη στελέχη αρνητικών κατά Gram μικροοργανισμών. Η απόφαση για τη συνέχιση της θεραπείας με το φάρμακο πρέπει να βασίζεται στα
αποτελέσματα των δοκιμασιών ευαισθησίας, τη σοβαρότητα της λοίμωξης και την ανταπόκριση του ασθενούς, καθώς επίσης και σε τυχόν πρόσθετα σημαντικά στοιχεία που θα λάβει υπόψη του ο θεράπων ιατρός.
Η αμικασίνη φαίνεται επίσης ότι είναι αποτελεσματική σε σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις και μπορεί να θεωρηθεί σαν αρχική θεραπεία υπό ορισμένες συνθήκες στην αντιμετώπιση γνωστών ή πιθανών σταφυλοκοκκικών λοιμώξεων όπως: σοβαρές λοιμώξεις στις οποίες ο υπεύθυνος μικροοργανισμός μπορεί να είναι είτε αρνητικό κατά Gram βακτήριο ή σταφυλόκοκκος, λοιμώξεις που οφείλονται σε ευαίσθητα στελέχη σταφυλοκόκκων σε ασθενείς αλλεργικούς σε άλλα αντιμικροβιακά και μικτές λοιμώξεις οφειλόμενες σε σταφυλόκοκκο και αρνητικό κατά Gram μικροοργανισμό.
Σε ορισμένες σοβαρές λοιμώξεις, όπως η νεογνική σηψαιμία, η ταυτόχρονη θεραπεία με ένα φάρμακο τύπου πενικιλλίνης μπορεί να είναι ενδεδειγμένη, διότι υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για λοιμώξεις που οφείλονται σε θετικούς κατά Gram μικροοργανισμούς, όπως οι στρεπτόκοκκοι και οι πνευμονιόκοκκοι.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την κατάλληλη χρήση αντιμικροβιακών φαρμάκων.
σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) στην αμικασίνη ή σε άλλες όμοιες ουσίες (άλλες αμινογλυκοσίδες) ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα συστατικά αυτού του φαρμάκου (αναφέρονται στην παράγραφο 6).
Ενημερώστε το γιατρό σας εάν:
έχετε προβλήματα με τα νεφρά σας
εμφανίσατε προβλήματα με τα νεφρά σας ή με την ακοή σας μετά τη λήψη άλλων αντιβιοτικών
έχετε δυσκολία στην ακοή ή ίλιγγο (βούισμα στα αυτιά ή αίσθημα περιστροφής)
εμφανίζετε μυϊκές διαταραχές, όπως βαρεία μυασθένεια (νόσος που προκαλεί μυϊκή αδυναμία) ή παρκινσονισμό
Ενημερώστε το γιατρό σας εάν κάτι από τα παραπάνω ισχύει για εσάς πριν χρησιμοποιήσετε αυτό το φάρμακο.
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε ή έχετε πάρει πρόσφατα άλλα φάρμακα, ακόμα και αυτά που δεν σας έχουν χορηγηθεί με συνταγή.
Μερικά φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τη δράση άλλων φαρμάκων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενημερώσετε το γιατρό σας εάν παίρνετε:
Διουρητικά π.χ. φουροσεμίδη ή αιθακρυνικό οξύ
Άλλα φάρμακα που μπορεί να επηρεάσουν τα νεφρά ή την ακοή σας όπως βακιτρακίνη, σισπλατίνη, αμφοτερικίνη Β, κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους, κεφαλοριδίνη, παρομομυκίνη, βιομυκίνη, πολυμυξίνη Β, κολιστίνη, βανκομυκίνη ή άλλες αμινογλυκοσίδες
Φάρμακα τύπου πενικιλλίνης
Διφωσφονικά
Βιταμίνη Β1
Φάρμακα τύπου πλατίνης
Μυοχαλαρωτικά φάρμακα
Η ινδομεθακίνη, ένα αντιφλεγμονώδες φάρμακο, μπορεί να αυξήσει την ποσότητα της αμικασίνης που απορροφείται στα νεογέννητα.
Ενημερώστε το γιατρό σας εάν είστε έγκυος, προσπαθείτε να μείνετε έγκυος ή θηλάζετε. Ο γιατρός θα χρησιμοποιήσει αυτό το φάρμακο μόνο εάν τα αναμενόμενα οφέλη αντισταθμίζουν τον πιθανό κίνδυνο για το μωρό σας.
Ζητήστε τη συμβουλή του γιατρού ή του φαρμακοποιού σας προτού πάρετε οποιοδήποτε φάρμακο.
Λόγω της εμφάνισης κάποιων ανεπιθύμητων ενεργειών η ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών μπορεί να επηρεαστεί.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει νάτριο λιγότερο από 1 mmol (23 mg) ανά δόση, δηλαδή είναι ουσιαστικά «ελεύθερο νατρίου».
Αυτό το φάρμακο περιέχει διθειώδες νάτριο, το οποίο σπανίως μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας (σοβαρή αλλεργία) και βρογχόσπασμο (δυσκολία στην αναπνοή).
Το φάρμακο αυτό συνήθως χορηγείται με ένεση στο μυ. Μπορεί να χορηγηθεί και σε φλέβα είτε με ένεση ή (μετά από διάλυση) με έγχυση (στάγδην).
Ο γιατρός σας θα υπολογίσει την κατάλληλη δόση του φαρμάκου για εσάς καθώς και το πόσο συχνά πρέπει να χορηγείται.
Η δόση θα εξαρτηθεί από την ηλικία σας, τη λοίμωξη που έχετε, τη λειτουργία των νεφρών σας, εάν έχετε αδύνατη ακοή και από τα άλλα φάρμακα που τυχόν λαμβάνετε.
Συνήθως χορηγείται μία ή δύο φορές την ημέρα, για μέχρι και 10 ημέρες.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να υποβληθείτε σε αιματολογικές εξετάσεις, να σας ζητηθεί να δώσετε ούρα και πιθανώς να κάνετε ακοόγραμμα για να ελεγχθεί η εμφάνιση παρενεργειών. Ο γιατρός σας μπορεί να τροποποιήσει τη δόση σας με βάση τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων.
Tο LANOMYCIN, όπως όλες οι αμινογλυκοσίδες, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε πρόωρα και σε νεογέννητα βρέφη.
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και αυτό το φάρμακο μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες αν και δεν παρουσιάζονται σε όλους τους ανθρώπους.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν:
Επιλοιμώξεις ή ανάπτυξη ανθεκτικών βακτηρίων
Ναυτία, έμετος
Εξάνθημα
Αναιμία, ηωσινοφιλία
Υπομαγνησιαιμία
Τρόμος, παραισθησία, πονοκέφαλος, διαταραχή της ισορροπίας
Τύφλωση, έμφρακτο του αμφιβληστροειδούς
Εμβοές, υποακοΐα
Υπόταση
Κνησμός, κνίδωση
Αρθραλγία, μυϊκές συσπάσεις
Ολιγουρία, αύξηση της κρεατινίνης ορού, λευκωματουρία, αζωθαιμία, ερυθροκύτταρα στα ούρα, λευκοκύτταρα στα ούρα
Πυρεξία
Αναφυλακτική αντίδραση, αναφυλακτική καταπληξία και αναφυλακτοειδής αντίδραση, υπερευαισθησία
Παράλυση
Κώφωση, νευροαισθητήρια κώφωση
Άπνοια, βρογχόσπασμος
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, τοξική νεφροπάθεια, επιθήλια στα ούρα
Εάν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια, ενημερώστε τον γιατρό, τον φαρμακοποιό ή τον/την νοσηλευτή/νοσηλεύτρια σας. Αυτό ισχύει και για κάθε πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης. Μπορείτε επίσης να αναφέρετε ανεπιθύμητες ενέργειες απευθείας μέσω του
Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: https://www.eof.gr
Μέσω της αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών μπορείτε να βοηθήσετε στη συλλογή περισσότερων πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια του παρόντος φαρμάκου.
Το φάρμακο αυτό πρέπει να φυλάσσεται σε μέρη που δεν το βλέπουν και δεν το φθάνουν τα παιδιά.
Να μη χρησιμοποιείτε αυτό το φάρμακο μετά την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη φιάλη και το εξωτερικό χάρτινο κουτί. Η ημερομηνία λήξης είναι η τελευταία ημέρα του μήνα που αναφέρεται εκεί.
Να φυλάσσεται σε ξηρό και δροσερό μέρος, σε θερμοκρασία μέχρι 25° C Το διάλυμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Για μία μόνο χρήση Να απορρίπτεται το διάλυμα που δεν χρησιμοποιήθηκε.
Μην πετάτε φάρμακα στο νερό της αποχέτευσης ή στα οικιακά απορρίμματα. Ρωτήστε το φαρμακοποιό σας πώς να πετάξετε τα φάρμακα που δεν χρησιμοποιείτε πια. Αυτά τα μέτρα θα βοηθήσουν στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η δραστική ουσία είναι αμικασίνη (ως θειική αμικασίνη).
Τα άλλα συστατικά είναι: Sodium Citrate, Sodium Metabisulfite, Water for Injection
LANOMYCIN, Ενέσιμο Διάλυμα, 125 mg/2ml
1 ml περιέχει θειική αμικασίνη 83,45 mg , που αντιστοιχεί σε αμικασίνη 62,50 mg 1 φιαλίδιο των 2ml περιέχει 125 mg αμικασίνης
LANOMYCIN, Ενέσιμο Διάλυμα, 250mg/2ml
1 ml περιέχει θειική αμικασίνη 166,90 mg, που αντιστοιχεί σε αμικασίνη 125 mg 1 φιαλίδιο των 2ml περιέχει 250 mg αμικασίνης
LANOMYCIN, Ενέσιμο Διάλυμα, 500 mg/2ml
1 ml περιέχει θειική αμικασίνη 333,80 mg, που αντιστοιχεί σε αμικασίνη 250 mg 1 φιαλίδιο των 2ml περιέχει 500 mg αμικασίνης
125 mg/2ml & 250 mg/2ml
Διατίθενται σε χάρτινο κουτί το οποίο περιέχει 1 φιαλίδιο των 2ml
500 mg/2ml
Διατίθενται σε χάρτινο κουτί το οποίο περιέχει 1, 5, ή 10 φιαλίδια των 2ml Μπορεί να μη κυκλοφορούν στην αγορά όλες οι συσκευασίες.
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ Λ. ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ 144,
153 51, ΠΑΛΛΗΝΗ ΑΤΤΙΚΗΣ
Τηλ: 210- 6664805-806
Fax: 210-6664804
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΑΒΕΕ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΩΝ 6
153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΑΤΤΙΚΗΣ
Τα προϊόντα για παρεντερική χρήση πρέπει να εξετάζονται οπτικά για την ύπαρξη σωματιδίων και αποχρωματισμό πριν από τη χορήγηση, όποτε το διάλυμα και ο περιέκτης το επιτρέπουν.
Στο συνιστώμενο δοσολογικό επίπεδο, οι μη επιπεπλεγμένες λοιμώξεις που οφείλονται σε ευαίσθητους στην αμικασίνη μικροοργανισμούς πρέπει να ανταποκριθούν σε 24 έως 48 ώρες. Εάν δεν παρατηρηθεί σαφής κλινική ανταπόκριση μετά από 3 έως 5 ημέρες, η θεραπεία πρέπει να σταματήσει και η ευαισθησία του παθογόνου μικροοργανισμού στο αντιβιοτικό πρέπει να επανελεγχθεί. Αποτυχία ανταπόκρισης της λοίμωξης μπορεί να οφείλεται σε αντοχή του μικροοργανισμού ή στην παρουσία σηπτικών εστιών που απαιτούν χειρουργική παροχέτευση.
Για τις περισσότερες λοιμώξεις προτιμάται η ενδομυϊκή οδός, ωστόσο, σε απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις ή σε ασθενείς στους οποίους δεν είναι δυνατή η ενδομυϊκή χορήγηση, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια, είτε ως έχει (2-3 λεπτά) είτε με βραδεία έγχυση μέσα σε χρονικό διάστημα 30 έως 60 λεπτών. Στα βρέφη θα πρέπει να χορηγείται σε εγχύσεις διάρκειας 1 έως 2 ωρών.
Η αμικασίνη δεν θα πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγείται χωριστά σύμφωνα με τη συνιστώμενη δόση και την οδό χορήγησης.
Ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών:
Η συνιστώμενη ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια δόση για ενήλικες και εφήβους με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης ≥ 50ml/min) είναι 15 mg/kg την ημέρα που μπορεί να χορηγηθεί ως μία εφάπαξ δόση την ημέρα ή σε δύο ίσα μοιρασμένες δόσεις, δηλ. 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες. Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,5 g. Σε ενδοκαρδίτιδα και ασθενείς με εμπύρετη ουδετεροπενία η δόση πρέπει να χορηγείται δύο φορές την ημέρα, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την εφάπαξ χορήγηση ημερησίως.
Παιδιά ηλικίας 4 εβδομάδων έως 12 ετών:
Η συνιστώμενη ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια (αργή ενδοφλέβια έγχυση) δόση σε παιδιά με φυσιολογική νεφρική λειτουργία είναι 15-20 mg/kg την ημέρα που μπορεί να χορηγηθεί ως 15-20 mg/kg μία φορά την ημέρα ή ως 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες. Σε ενδοκαρδίτιδα και ασθενείς με εμπύρετη ουδετεροπενία η δόση πρέπει να χορηγείται δύο φορές την ημέρα, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την εφάπαξ χορήγηση ημερησίως.
Νεογνά:
Μία αρχική δόση εφόδου 10 mg/kg ακολουθούμενη από 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες.
Πρόωρα βρέφη:
Η συνιστώμενη δόση σε πρόωρα είναι 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες.
Οι αμινογλυκοσίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε πρόωρα και σε νεογέννητα βρέφη λόγω της ανωριμότητας του νεφρού των ασθενών αυτών και της κατά συνέπεια παράτασης του χρόνου ημιζωής αυτών των φαρμάκων στον ορό.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς, η ποσότητα των διαλυτών που χρησιμοποιείται εξαρτάται από την ποσότητα της αμικασίνης που γίνεται ανεκτή από τον ασθενή. Το διάλυμα πρέπει κανονικά να εγχύεται μέσα σε χρονικό διάστημα 30 έως 60 λεπτών. Στα βρέφη η έγχυση πρέπει να γίνεται σε διάστημα 1-2 ωρών.
Όταν το Lanomycin ενδείκνυται στις μη επιπεπλεγμένες ουρολοιμώξεις, μπορεί να χορηγείται σε ολική ημερήσια δόση 500 mg είτε εφάπαξ είτε σε δύο ίσα διαιρεμένες δόσεις (250 mg δύο φορές ημερησίως).
Σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας η ημερήσια δόση πρέπει να ελαττωθεί και/ή να αυξηθούν τα διαστήματα ανάμεσα στις δόσεις για να αποφευχθεί η συσσώρευση του φαρμάκου.
Εάν δεν υπάρχουν δεδομένα για την κάθαρση της κρεατινίνης και η κατάσταση του ασθενούς είναι σταθερή, το χρονικό διάστημα σε ώρες για τη χορήγηση της κανονικής δόσης (δηλαδή αυτής που θα δινόταν σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία σε σχήμα 7,5 mg/kg δύο φορές την ημέρα) μπορεί να υπολογισθεί πολλαπλασιάζοντας την κρεατινίνη ορού του ασθενούς επί εννέα. Για παράδειγμα, εάν η συγκέντρωση της κρεατινίνης ορού είναι 2 mg/100 ml, η συνιστώμενη εφάπαξ δόση (7,5 mg/kg) πρέπει να χορηγείται ανά 18 ώρες.
Επειδή η νεφρική λειτουργία μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας, πρέπει να ελέγχεται συχνά η κρεατινίνη ορού και το δοσολογικό σχήμα να τροποποιείται ανάλογα.
H πρόσμιξη αμινογλυκοσιδών με β-λακταμικά αντιβιοτικά (πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες) in vitro μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αμοιβαία αδρανοποίηση. Ελάττωση της δραστικότητας στον ορό μπορεί επίσης να παρατηρηθεί, όταν μία αμινογλυκοσίδη ή ένα αντιβιοτικό τύπου πενικιλλίνης χορηγείται in vivo από χωριστή οδό. Η αδρανοποίηση των αμινογλυκοσιδών έχει κλινική σημασία μόνο σε ασθενείς με βαριά ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας. Η αδρανοποίηση μπορεί να συνεχισθεί και στα δείγματα σωματικών υγρών που ελήφθησαν για προσδιορισμούς, με αποτέλεσμα τις ανακριβείς μετρήσεις των αμινογλυκοσιδών. Πρέπει να γίνεται κατάλληλος χειρισμός των δειγμάτων (άμεση εξέταση, κατάψυξη ή επίδραση β-λακταμάσης).